Η τύχη μιας ιστορικής εφημερίδας, όπως «Το Βήμα», αφορά τη συγκρότηση του ίδιου του δημόσιου χώρου. Επομένως δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορους τους πολίτες. Σε ό,τι αφορά τον γράφοντα, για έναν λόγο παραπάνω. Αρχισα να γράφω τακτικά, άρθρα γνώμης και επιφυλλίδες, με πρόσκληση του Δ. Ν. Μαρωνίτη από το 1992. Η συνεργασία με την εφημερίδα υπήρξε πάντοτε χωρίς προσκόμματα, παρά τις πολιτικές συγκλίσεις – αποκλίσεις. Κανείς, ποτέ, δεν μου ζήτησε να γράψω ή να μη γράψω κάτι. Ενα μεγάλο μέρος των σκέψεών μου τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια διαμορφώθηκε μέσα από τις δυνατότητες δημόσιας παρέμβασης που παρείχε η εφημερίδα και βρίσκεται αποτυπωμένο στο ιστορικό σώμα της. Μου είναι δύσκολο να γράψω αποχαιρετιστήριο κείμενο, χωρίς μια μικρή ελπίδα.
«Το Βήμα» υπήρξε μια εφημερίδα υψηλού κύρους. Δημιουργήθηκε το 1922, σε μια εποχή που είχαν χαθεί τα μεγάλα διακυβεύματα του Διχασμού. Στην περίοδο αυτή η φιλελεύθερη παράταξη συγκροτούσε την ταυτότητά της στο περιθώριο των πολιτικών αντιπαραθέσεων και παθών του μεσοπολέμου, με βάση τα νέα ερωτήματα που ανέκυπταν από τον χαρακτήρα εκμοντερνισμού σε όλους τους τομείς (από τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό έως την αποκατάσταση των προσφύγων και τις γεωργικές μεταρρυθμίσεις), από την κρίση στην οικονομία αλλά και στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, και από τους πειραματισμούς με μορφές αυταρχικής ή και δικτατορικής διακυβέρνησης. Από την άποψη αυτή συγκέντρωνε κείμενα εμβάθυνσης, πέραν της τρέχουσας πολιτικής ρητορείας. Εγινε βήμα ανάδειξης της προοδευτικής αστικής διανόησης, με επιδίωξη να αποτελέσει μια ευρεία κοίτη στην οποία θα κυλούσαν διαφορετικά ρεύματα. Η Γενιά του ’30 εκφράστηκε μέσα από «Το Βήμα», που υπήρξε ταυτόχρονα και όχημα ανάδειξής της. Επίσης το περιοδικό «Εποχές» (1963-1967) στη δεκαετία του 1960 ανέδειξε τη νέα ελληνική φιλολογία και τη νέα ιστορία. Οι εβδομαδιαίες επιφυλλίδες του Κ. Θ. Δημαρά, του Μάριου Πλωρίτη, οι βιβλιοκρισίες του Βάσου Βαρίκα και οι θεατρικές κριτικές του Κώστα Νίτσου (στα «Νέα»), μετά το ’74 του Ν. Σβορώνου, του Μαρωνίτη, του Θ. Κακριδή, του Μ. Ανδρόνικου κ.ά., ακόμη και οι διαμάχες (σε μερικές από τις οποίες είχα λάβει ενεργό μέρος), καθιστούσαν αυτόν τον δημοσιογραφικό – εκδοτικό οργανισμό έναν μορφωτικό θεσμό. Στη δεκαετία του ’90, οι «Νέες Εποχές», στις οποίες έγραφα, ήταν μια επανάληψη του εγχειρήματος των «Εποχών» σε ένθετο, στο κυριακάτικο φύλλο, με στόχο μια δεύτερη ανάγνωση του παρόντος χρόνου, με στόχο να αναδειχθούν καινούργιες πλευρές και προσεγγίσεις της πραγματικότητας ή καινούργια ζητήματα. Πράγματι, ο εθνικισμός την εποχή του «νέου μακεδονικού», το ζήτημα των ταυτοτήτων, των δικαιωμάτων, της παγκοσμιοποίησης, του μεταναστευτικού, των αλλαγών που υφίστατο η Ευρώπη, ο μεταμοντερνισμός, γίνονταν θέματα κυριακάτικης συζήτησης.
Δεν έχω βέβαια την πρόθεση να εξιστορήσω την εφημερίδα. Μια εφημερίδα και ένας δημοσιογραφικός οργανισμός είναι πολλά μαζί. Είναι πρώτα-πρώτα οι δημοσιογράφοι, οι εξωτερικοί συνεργάτες του, αλλά και η παράδοσή του. Είναι επιχείρηση, έχει τα οικονομικά της, και βεβαίως είναι μηχανισμός εξουσίας που φιλοδοξεί να επηρεάσει τις κατευθύνσεις της χώρας. Είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, δομικό στοιχείο της δημόσιας σφαίρας. Οι ρόλοι αυτοί αλλάζουν ασύμμετρα με τον χρόνο. Η ανάπτυξη της ιδιωτικής τηλεόρασης στη δεκαετία του ’90, και ταυτόχρονα η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή είχαν αντιφατικές συνέπειες. Η δημιουργία υπερ-ομίλων με τηλεοπτικούς σταθμούς και έντυπα δημιούργησε «φούσκες», όπως οι χρηματιστηριακές, σε μια εποχή όπου η ψηφιακή τεχνολογία άνοιγε δυνατότητες πληροφόρησης και επικοινωνίας που θα υπονόμευαν ανεπιστρεπτί τις έντυπες εφημερίδες. Ολα αυτά οδηγούσαν σε μια φαραωνική και άφρονα επέκταση, αλλά και σε ένα ύφος που χαρακτηριζόταν από αλαζονεία και οίηση, όχι μόνο απέναντι στο κοινό, αλλά και σε πολιτικούς ηγέτες –μετριοπαθείς και συγκρατημένους. Εγκαθιδρύθηκε ένα είδος εξουσίας που δεν είναι η γνωστή τέταρτη, εγγυητική και ελεγκτική, αλλά που διεκδικεί η ίδια να υπαγορεύει κανόνες στην πολιτική εξουσία.
Η κρίση στην Ελλάδα έδειξε ότι και τα ΜΜΕ αποτελούν μέρος της. Η πληροφορία και η γνώμη εργαλειοποιήθηκαν στο έπακρον. Οι εφημερίδες συρρίκνωσαν τον μορφωτικό και τον πλουραλιστικό τους χαρακτήρα για να μετατραπούν σε εργαλεία μιας διαμάχης, η οποία από την αρχή της κρίσης έχει πάρει διαστάσεις ενός έρποντος ιδεολογικού εμφυλίου. Εμφανίστηκαν πειρατές της πληροφόρησης, βιρτουόζοι της εκβιαστικής δημοσιογραφίας, εργολάβοι κατεδάφισης υπολήψεων και συνειδήσεων που άλλαξαν το δημοσιογραφικό τοπίο της χώρας. Και το νέο περιβάλλον δημιούργησε δυστυχώς νέα στάνταρτ ενημέρωσης και δημοσιογραφίας.
Μπορεί να αντιστραφεί αυτή η κατεύθυνση; Μπορούν, έστω, να υπάρξουν στη χώρα σοβαρές εφημερίδες, και πώς; Υπάρχει η δυνατότητα ανεξαρτησίας, διαφάνειας και έντιμης διαχείρισης; Είναι η επιβίωση του Τύπου δυνατή χωρίς πολιτικό ή άλλο χρήμα; Η απάντηση είναι δύσκολη κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, πολιτικές και οικονομικές. Ωστόσο, υπάρχει ακόμη ένα αναγνωστικό κοινό που έχει ανάγκη από έντυπα κύρους με τα οποία να μπορεί να αναπτύξει δεσμούς εμπιστοσύνης. Υπάρχει ένα νοήμον κοινό που έχει κουραστεί από την παραπληροφόρηση, τους υπαινιγμούς και τα παραπολιτικά, από τις επανειλημμένες απόπειρες χειραγώγησης της πολιτικής, που είναι αλλεργικό στις γάτες Ιμαλαΐων. Σε έναν κόσμο σύνθετο, όπου η παραπλάνηση, η δημιουργία ηθικού πανικού, ο πολιτικός κανιβαλισμός, και τα πλαστά διλήμματα αποτελούν στρατηγικές ενός ακήρυκτου πολέμου, υπάρχουν ακόμη πολίτες που αναζητούν μια νησίδα εγκυρότητας, νηφαλιότητας, έντιμης και ακριβούς πληροφόρησης και ανάλυσης. Είναι αρκετοί αυτοί για να στηρίξουν τον σοβαρό Τύπο; Ισως. Με ενάρετη διαχείριση, χωρίς μεγάλα κέρδη, αλλά αξιοπρεπώς κάτι τέτοιο είναι δυνατό.
«Το Βήμα» υπήρξε μια ιστορική εφημερίδα με παράδοση, έχει μεγάλο αριθμό δημοσιογράφων που συνέχισαν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους και διαθέτει δεσμούς με έναν ευρύ κύκλο δημόσιων διανοουμένων που θα μπορούσαν να συνδράμουν. Ισως είναι αυτά τα στοιχεία που μπορούν, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να το διασώσουν, ακόμη και στην ύστατη στιγμή.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ