Το 2016 ξεκίνησε για την Παιδεία με τυμπανοκρουσίες περί Εθνικού Διαλόγου, ο οποίος ανετέθη σε τρία όργανα: στην Επιτροπή Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου, η οποία συνεστήθη από μέλη και φίλους του ΣΥΡΙΖΑ, στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής και στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας. Το τελευταίο δεν συνεκλήθη ποτέ διότι το υπουργείο Παιδείας δεν όρισε ποτέ τους εκπροσώπους του. Ηδη ο πρόεδρός του παραιτήθηκε με καταγγελίες ότι σχεδιάζεται νέο Εθνικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης με απόλυτη πλειοψηφία κυβερνητικών παραγόντων οριζομένων από τον υπουργό. Τα άλλα δύο όργανα συνέταξαν πορίσματα-συρραφές από κοινοτοπίες, μεγαλοστομίες, προχειρότητες, ευχολόγια και αοριστολογίες, τα οποία μάλιστα τροποποιούνταν ενόσω δημοσιεύονταν.
Το ότι ο διάλογος αυτός ήταν για τα μάτια του κόσμου φαίνεται από το γεγονός ότι ο υπουργός και ο ΓΓ του υπουργείου Παιδείας έσπευδαν με κάθε ευκαιρία να πουν ότι δεν πρόκειται να εφαρμόσουν αυτά που προτείνονταν, ενώ τον χρησιμοποιούσαν ως κάλυμμα ώστε πίσω από αυτόν να νομοθετούν ικανοποιώντας φωτογραφικά αιτήματα και αιτήματα της συντεχνίας. Ο διάλογος αυτός εξαγγέλθηκε επίσης ως συναινετικός. Αλλά δεν κάλεσαν κανέναν πλην των φίλων τους (οι οποίοι δεν ξανακούστηκαν από την ημέρα που ανακοινώθηκαν τα ονόματά τους) και δεν τα βρήκαν ούτε μεταξύ τους.
Στον διάλογο αυτόν η κυβέρνηση προσήλθε χωρίς να θέσει δικές της απόψεις προς συζήτηση. Ηθελε, λέει, να μάθει. Αλλά τα πορίσματα τα αγνόησε κάνοντας τη δουλειά της με μεταμεσονύχτιες τροπολογίες εν κρυπτώ. Τώρα, ο νυν υπουργός Παιδείας μάς λέει, σε ένα μπαράζ συνεντεύξεων μέσα σε τέσσερις μόλις ημέρες («Εφημερίδα των Συντακτών», «Το Βήμα», «Τα Νέα», «Εποχή», Αθηναϊκό Πρακτορείο, Στο Κόκκινο, Βήμα FM, Σκάι, Star), ότι περιμένει εκ νέου να μάθει από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, το οποίο, αφού μελετήσει τα προηγούμενα πορίσματα και αυτά προηγούμενων επιτροπών, θα κάνει τις δικές του προτάσεις, τις οποίες θα φέρει και πάλι στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων για να συζητηθούν ξανά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, θα συσταθεί νέα Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για να μάθουν ποιες είναι οι ανάγκες της εκπαίδευσης που δεν ξέρουν. Δηλαδή μια αέναη συζήτηση από τον Αννα στον Καϊάφα, χωρίς χρονοδιάγραμμα, χωρίς στόχο.
Εχουν περάσει δύο ολόκληρα χρόνια από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση. Ηρθε στην εξουσία χωρίς κανένα πρόγραμμα. Ο πρώτος υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς σε συνέντευξή του τότε απαντούσε σε εύλογες ερωτήσεις για το τι θα κάνουν σε συγκεκριμένα θέματα λέγοντας «θα δούμε», «θα το μελετήσουμε». Ο σημερινός υπουργός στο ερώτημα τι θα περιέχουν τα δύο νομοσχέδια που σχεδιάζουν για τη μέση και την ανώτατη εκπαίδευση απαντά στην «Εποχή» ότι «Τώρα αρχίζουμε την πρώτη προσέγγιση για αυτά τα νομοσχέδια και θέλουμε να συζητήσουμε με τους παράγοντες της ακαδημαϊκής και σχολικής κοινότητας». Τι έκανε δηλαδή αυτό το κόμμα για να αναλάβει τη διακυβέρνηση; Ποιο ήταν το πρόγραμμά του; Υποσχόταν να σκίσει τα μνημόνια και τώρα ανακάλυψε ότι πρέπει να μάθει ποιες είναι οι ανάγκες της εκπαίδευσης και τι προβλήματα έχει;
Και τι μάθαμε από τις πολλές συνεντεύξεις του Κ. Γαβρόγλου; Λόγια που ακούγονται ευχάριστα στ’ αφτιά των μαθητών, των γονέων τους και των εκπαιδευτικών αλλά τα οποία μένουν μετέωρα και ασαφή. Η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων, λέει ο υπουργός, είναι για να μάθουμε τις ελλείψεις της Πολιτείας (δηλαδή αυτοαξιολόγηση των μονάδων για την αξιολόγηση της κυβέρνησης). Οι πανελλαδικές εξετάσεις θα καταργηθούν, οι βαθμοί θα αντικατασταθούν από περιγραφική αξιολόγηση και οι τελευταίες τάξεις του Λυκείου θα αναβαθμιστούν. Πώς; Δεν ξέρουμε ακόμη. Αντί για πανελλαδικές εξετάσεις για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα έχουμε πανελλαδικές εξετάσεις για εθνικό απολυτήριο. Και μετά; Πώς θα γίνεται η εισαγωγή στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ; Μόνο με τον βαθμό του εθνικού απολυτηρίου; Και πού θα διαφέρουν τότε οι εξετάσεις για το εθνικό απολυτήριο από τις σημερινές εξετάσεις; Ή θα υπάρχουν κι άλλες πανελλαδικές εξετάσεις μετά το εθνικό απολυτήριο; Διότι είναι σίγουρο πως πολλές σχολές και τμήματα των μεγάλων πόλεων θα έχουν ζήτηση πολύ μεγαλύτερη από την προσφορά. Θα μπαίνουν, λέει ο υπουργός, οι φοιτητές σε ιδρύματα ή σε σχολές και όχι σε τμήματα. Καλή ιδέα, που πολεμήθηκε από τον σημερινό υπουργό και το κόμμα του όταν προτάθηκε από τον νόμο Διαμαντοπούλου. Ομως ο νόμος Διαμαντοπούλου ήξερε τι πρότεινε: προέβλεπε ευέλικτα προγράμματα σπουδών εντός μιας ισχυρής σχολής. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει τα στεγανά των τμημάτων σε μια ανυπόστατη στην ουσία σχολή. Τα μαθήματα ποιων τμημάτων θα διδάσκονται ως κοινά στο πρώτο έτος μιας σχολής; Ποιων τμημάτων οι διδάσκοντες θα τα αναλαμβάνουν; Πώς θα γίνεται με αδιάβλητο τρόπο η κατανομή των φοιτητών στα τμήματα μετά το πρώτο κοινό έτος; Πώς θα αποφασίζονται όλα αυτά; Τίποτε από αυτά δεν έχει μελετηθεί. Εξαγγέλλονται πράγματα εν κενώ ενώ συγχρόνως συγκρούονται με άλλες δικές τους θέσεις. Και επιπλέον μαθαίνουμε πάλι από τις συνεντεύξεις του υπουργού ότι οι πανελλαδικές εξετάσεις δεν θα καταργηθούν για το υπόλοιπο της θητείας του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ενώ η περιγραφική βαθμολογία δεν θα καταργήσει τους βαθμούς.
Εχουμε δηλαδή και πάλι επικοινωνία στη θέση εκπαιδευτικής πολιτικής. Πολλά λόγια για να αποκρυβεί η ανικανότητα μιας κυβέρνησης. Κι αν είναι προβληματικό να κοροϊδεύεις ως κόμμα μια κοινωνία με υποσχέσεις που ξέρεις ότι δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, είναι διπλά προβληματικό να παραπλανάς με ωραία λόγια μικρούς μαθητές, να τους υπόσχεσαι μια ζωή ζάχαρη, χωρίς εξετάσεις και χωρίς βαθμούς, και να τους επιφυλάσσεις μία από τα ίδια, τα οποία έχεις φροντίσει στο μεταξύ συγχρόνως να ξεχαρβαλώσεις για να ελέγξεις.
Εχουμε το πιο συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα στον ΟΟΣΑ, δεν τα πάμε καλά σε διεθνείς αξιολογήσεις, ο κόσμος αλλάζει με ταχύτητα, βρίσκεται μπροστά σε νέες προκλήσεις, αλλά η μέριμνα του υπουργείου είναι να ικανοποιήσει αιτήματα συντεχνιών. «Μια πρωτοβουλία, ειδικά στον χώρο της εκπαίδευσης, είναι επιτυχημένη στον βαθμό που η συλλογική συνείδηση μιας κοινωνίας συντονίζεται και με τις ώριμες απαιτήσεις των εκπαιδευτικών» λέει ο υπουργός Παιδείας. Δηλαδή το κόμμα ως έκφραση της συλλογικής συνείδησης της κοινωνίας να ικανοποιεί ούτε καν αιτήματα, αλλά απαιτήσεις των εκπαιδευτικών. Δυστυχώς, υπό τέτοιους όρους δεν μπορούμε να ελπίζουμε για το 2017.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ