Είκοσι πέντε χρόνια μετά τη σύνοδο του Μάαστριχτ, που έθεσε τις βάσεις για το ευρώ, η ΕΕ γιορτάζει λιτά και υπό τη σκιά του ευρωσκεπτικισμού τη μεγαλύτερη πρόοδο στην ευρωπαϊκή ενσωμάτωση.
Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς και ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ θα συναντηθούν στο Μάαστριχτ της νότιας Ολλανδίας σε μια ειδική επετειακή Σύνοδο.
«Έπειτα από αυτή της Ρώμης, η Συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν η πιο σημαντική στην ιστορία της ΕΕ» σύμφωνα με τον Γιούνκερ, που είναι ο μοναδικός από τους συμμετέχοντες στη σύνοδο του Μάαστριχτ που είναι ακόμη πολιτικά ενεργός.
Τότε ήταν υπουργός Οικονομικών του Λουξεμβούργου.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1991 οι επικεφαλής των κρατών και των κυβερνήσεων των «12» τότε χωρών-μελών συμφώνησαν να μετατρέψουν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα σε Ένωση.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπεγράφη δύο μήνες αργότερα στις 7 Φεβρουαρίου 1992 επικυρώθηκε μέσω δημοψηφίσματος στη Γαλλία, ενώ οι Δανοί αρχικά την απέρριψαν για να τη δεχθούν αφού η Κοπεγχάγη ζήτησε και έλαβε κάποιες ρήτρες εξαίρεσης. Τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993.
Στη διάρκεια της συνόδου του Μάαστριχτ οι ηγέτες των δώδεκα ευρωπαϊκών κρατών παρουσίασαν τις ριζοσπαστικά νέες φιλοδοξίες τους, ξεπερνώντας κατά πολύ το αρχικό σχέδιο της ΕΟΚ του 1957, η οποία δημιούργησε μια «κοινή αγορά» προκειμένου να προωθήσει τη συμφιλίωση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι «12» δημιούργησαν μια ένωση που θα αποκτούσε κοινό νόμισμα και, βάσει τουλάχιστον των φιλοδοξιών τους, κοινή μεταναστευτική πολιτική κοινή αστυνομία και άμυνα.
Όμως αμέσως αναγκάστηκαν να παραδεχθούν ότι δεν είχαν όλοι το ίδιο όραμα για το μέλλον, αρχής γενομένης από τη Βρετανία, η οποία αμέσως έλαβε «ειδικό καθεστώς» και 25 χρόνια αργότερα ετοιμάζεται επισήμως να αποχωρήσει από την ΕΕ.
«Η συνθήκη σίγουρα δεν ήταν τέλεια. Ήταν το αποτέλεσμα μιας συμφωνίας μεταξύ 12 χωρών μελών, στον πιο μικρό κοινό παρονομαστή στον οποίο κατάφεραν να συμφωνήσουν» θυμάται ο Τζούλιαν Ράπολντ ειδικός του γερμανικού ινστιτούτου ερευνών DGAP.
Σε συνομιλία του με τους Ολλανδούς οικοδεσπότες της επετειακής Συνόδου, ο Γιούνκερ παραδέχθηκε ότι «συνεχίζω να μετανιώνω για το γεγονός ότι δεν εντατικοποιήσαμε τις προσπάθειές μας για να πετύχουμε έναν πραγματικό συντονισμό των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών μας».
Σύμφωνα με τον Γιούνκερ, ο οποίος γιορτάζει σήμερα τα 62 γενέθλιά του, αυτό είναι το βασικό ελάττωμα της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
«Εφόσον έχουμε κοινό νόμισμα, το μέλλον μας είναι αλληλένδετο και κατά συνέπεια πρέπει να συντονίσουμε, αν όχι να εναρμονίσουμε, τις διαφορετικές πλευρές της εθνικής μας πολιτικής. Δεν το κάναμε τότε και εξακολουθούμε να πάσχουμε από αυτή την αδυναμία» αναγνώρισε.
Το ξέσπασμα της τραπεζικής κρίσης του 2007-2008, που γρήγορα μετατράπηκε στις αρχές του 2010 σε κρίση χρέους των κρατών και κρίση του ευρώ προτού διαχυθεί σε όλη την οικονομία, έφερε στο φως τις ανεπάρκειες της νομισματικής ένωσης, λιγότερα από δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία των πρώτων ευρώ.
«Το ερώτημα πια δεν είναι Θα εμβαθύνουμε την ευρωζώνη; αλλά το πώς θα την εμβαθύνουμε» υπογράμμισε ο Ράπολντ.
Και εδώ ακριβώς είναι που τα πράγματα περιπλέκονται: Οι Γερμανοί επιθυμούν πάνω απ’ όλα την ενίσχυση των ελέγχων στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Και οι Γάλλοι επιμένουν στη μεγαλύτερη ενσωμάτωση και τάσσονται υπέρ της επανέναρξης της οικονομίας μέσω των δαπανών.
Όμως με τις κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις που αναμένεται να διεξαχθούν και στις δύο αυτές χώρες το 2017, το Βερολίνο και το Παρίσι κινδυνεύουν να αναβάλουν για αργότερα το μεγάλο αυτό έργο.