Ηταν άραγε μια υπενθύμιση ότι η Βρετανία αποτελεί «κοινοβουλευτική και όχι λαϊκή δημοκρατία», όπως δήλωσε ο υφυπουργός Ενέργειας Τζέσι Νόρμαν; Ηταν ένα πλήγμα κατά του λαϊκισμού με τους πιο φανατικούς από τους Συντηρητικούς, όπως ο Μπόρις Τζόνσον, να βρίσκονται πλέον σε μειονεκτική θέση όσον αφορά την επιδίωξή τους για ένα «σκληρό» Brexit; Ή μήπως κλιμακώνεται ανεξέλεγκτα η κρίση λόγω Βrexit, με πιθανή κατάληξη ακόμα και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών;
Πάντως πρωτοδίκως οι βρετανοί δικαστές αποφάνθηκαν: τα δημοψηφίσματα δεν αποτελούν δομικό στοιχείο του βρετανικού (άγραφου) Συντάγματος, κυρίαρχο είναι μονάχα το Κοινοβούλιο. Και για τον λόγο αυτόν, η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι και η κυβέρνησή της θα χρειαστεί να λάβουν την έγκριση των μελών της Βουλής της Κοινοτήτων και των Λόρδων πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) –εάν δεν ανατραπεί η απόφαση από μεταγενέστερη απόφαση, με βάση την έφεση της κυβέρνησης.
Θα πατήσουν φρένο ζητώντας διαφάνεια
Αρκετοί διερωτήθηκαν εάν η ψήφος των βρετανών βουλευτών θα μπορούσε να παρακάμψει τη λαϊκή ετυμηγορία και να αποτρέψει το Brexit. Οι περισσότεροι αναλυτές είναι κατηγορηματικοί: το ενδεχόμενο αυτό θεωρείται σχεδόν απίθανο, δεδομένου ότι το 52% των πολιτών ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά η εμπλοκή του κοινοβουλίου περιπλέκει τα πράγματα. Παρέχει στους βουλευτές τη δυνατότητα να επιβραδύνουν την όλη διαδικασία, απαιτώντας περισσότερη διαφάνεια όσον αφορά την κυβερνητική στρατηγική εν όψει της έναρξης των διαπραγματεύσεων, και ειδικότερα σχετικά με τα ζητήματα της πρόσβασης στην ενιαία αγορά και του περιορισμού των μεταναστευτικών ροών από χώρες της ΕΕ.
Η κυβέρνηση θα προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο (η έφεση θα εξεταστεί στις αρχές Δεκεμβρίου) ενώ προχθές η Τερέζα Μέι, αφότου εξέφρασε την απογοήτευσή της για την κρίση των δικαστών, τόνισε και στον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και στη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ πως είναι αποφασισμένη να προβεί στην ενεργοποίηση του Αρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας πριν από το τέλος του ερχόμενου Μαρτίου, όπως είχε δεσμευτεί. Αλλά όλα δείχνουν ότι προτού ξεκινήσει τις συνομιλίες με τις Βρυξέλλες θα αναγκαστεί να διαπραγματευτεί, όχι μόνο με την αντιπολίτευση, αλλά και με τους ίδιους τους βουλευτές της.
Ηδη υψηλόβαθμα στελέχη των Συντηρητικών σχεδόν απαιτούν να αλλάξει τη στάση της και να αποκαλύψει τα σχέδιά της, κάνοντας λόγο, κυρίως οι ευρωσκεπτικιστές, ακόμη και για πρόωρες εκλογές. «Η θέση μας είναι ξεκάθαρη: δεν πρέπει να πραγματοποιηθούν εκλογές πριν από το 2020 και αυτή είναι και η άποψη της πρωθυπουργού» απάντησε εκπρόσωπος της Ντάουνινγκ Στριτ.
«Γίναμε μια light εκδοχή του UKIP»
Αλλά το σενάριο περί πρόωρων εκλογών ενισχύθηκε σημαντικά την Παρασκευή μετά την παραίτηση του συντηρητικού βουλευτή Στίβεν Φίλιπς, υποστηρικτή της αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ, ο οποίος επικαλέστηκε «σημαντικές διαφορές» όσον αφορά τους χειρισμούς της κυβέρνησης εν όψει του Brexit, επικρίνοντας ταυτόχρονα την κυρία Μέι για την αδυναμία της να συμπεριλάβει ενεργά το κοινοβούλιο στην όλη διαδικασία. Μιλώντας στη συνέχεια με φίλους του δεν δίστασε να δηλώσει πως το Κόμμα των Τόρις έχει μετατραπεί σε λάιτ εκδοχή του ξενοφοβικού και ευρωσκεπτικιστικού UKIP.
Η Τερέζα Μέι, ωστόσο, γνωρίζει ότι παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, οι δημοσκοπήσεις είναι με το μέρος της. Και αρκετοί υποστηρίζουν ότι αντί να αποδεχτεί ένα «ήπιο» Brexit, ενδεχόμενο που θα αποδυναμώσει περαιτέρω τη θέση της, είναι πιο πιθανό να ανοίξει η ίδια τον δρόμο προς τις κάλπες, και μάλιστα άμεσα, δεδομένης της διαφαινόμενης αδυναμίας των Εργατικών του Τζέρεμι Κόρμπιν να διεκδικήσουν την εξουσία, ώστε να βγει ενισχυμένη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα καταφέρει να εφαρμόσει όλα όσα επιθυμεί.

Μάθιου Τζόνσον: «Δεν θα υπάρξει ήπιο Βrexit για την Τερέζα Μέι»
«Ποια θα είναι τα επόμενα βήματα της Τερέζα Μέι;» ρώτησε το «Βήμα» τον Μάθιου Τζόνσον, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ. «Το μοναδικό λογικό για την κυβέρνηση είναι να διαπραγματευτεί με τους ευρωπαίους εταίρους της, ειδικά με τη Γερμανία, με στόχο την επίτευξη μιας συμφωνίας που θα εμπεριέχει τις ελάχιστες αρνητικές συνέπειες για αμφότερες τις πλευρές. Εχοντας υιοθετήσει, ωστόσο, μια λαϊκιστική στάση, η βρετανίδα πρωθυπουργός ενδέχεται να διαπιστώσει πως η πρωθυπουργία της, ήδη εύθραυστη διότι την ανέλαβε χωρίς εκλογές, θα αποδυναμωθεί περαιτέρω σε περίπτωση που διαπραγματευτεί ένα «ήπιο» Brexit» τόνισε ο κ. Τζόνσον.

«Αυτή η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι το δημοψήφισμα ήταν απλώς ένα μέσο κατευνασμού της ευρωσκεπτικιστικής πτέρυγας του Συντηρητικού Κόμματος. Ο Ντέιβιντ Κάμερον, ως τζογαδόρος πρώτης τάξεως, ποτέ δεν προέβλεψε το ενδεχόμενο να ηττηθεί στην κάλπη, με αποτέλεσμα να ληφθούν ελάχιστα μέτρα για τις πρακτικές συνέπειες του Brexit. Ειρωνεία της τύχης αποτελεί το γεγονός ότι ενώ πολλοί από τους υποστηρικτές της αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ υπερασπίζονταν την έννοια της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας, δεν έγινε καμία πρόβλεψη για τον ρόλο του Κοινοβουλίου όσον αφορά την προώθηση της επίσημης θέσης της Βρετανίας. Και τώρα, ενώ η απόφαση του δικαστηρίου λαμβάνει υπόψη την έννοια της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας, οι υποστηρικτές του Brexit απορρίπτουν την απόφαση ως αντιδημοκρατική» επισημαίνει ο βρετανός ακαδημαϊκός.
Και καταλήγει: «Ολα αυτά αναδεικνύουν τη μεγάλη σύγχυση που η χρήση των δημοψηφισμάτων από τον Κάμερον εισήγαγε στην πολιτική. Η αποξένωση που αισθάνονται μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε σχέση με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία διοχετεύτηκε σε μορφές «άμεσης» δημοκρατίας, όπως τα δημοψηφίσματα, οι οποίες ήταν μόνον, ακόμη και επίσημα, συμβουλευτικού χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, με την προώθηση των μέτρων αυτών, ο Κάμερον συνέβαλε στην υπονόμευση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως επιδιώκουν οι δεξιοί υποστηρικτές του Brexit».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ