Σε διάστημα μίας δεκαετίας οικονομία και δημοκρατία έγιναν έννοιες και μεγέθη αλληλένδετα: 25% ανεργία, 25% πτώση του ΑΕΠ, 25% πτώση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, 25% μείωση της συμμετοχής στις εκλογές. Διαχρονικά, όσο μεγαλύτερη είναι η οικονομική δυσκολία του νοικοκυριού, τόσο αυξάνονται η αποστροφή προς τη δημόσια σφαίρα, η καχυποψία προς τα κόμματα και επιλέγονται ο μικρόκοσμος της οικογένειας, ο ατομικισμός ή ο δρόμος της φυγής.

Η υποβάθμιση των θεσμών:
Ο βαθμός εμπιστοσύνης στους θεσμούς που συνθέτουν μια σύγχρονη δημοκρατία έχει κυριολεκτικά καταρρεύσει. Σήμερα, ο πολίτης αντιλαμβάνεται το ελληνικό κράτος ως «μη κράτος»· επισημαίνει σοβαρό έλλειμμα αντιπροσώπευσης (κόμματα, Κοινοβούλιο, κυβέρνηση), αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, διαφθορά και απώλεια προοπτικής στην οικονομία. Η καθολική απαξίωση αντισταθμίζεται από την παραδοχή ότι η «χώρα έχει πλούσια πολιτιστική παράδοση», ικανό στρατό και σεβαστή αστυνομία, ενώ η ένδειξη εμπιστοσύνης προς τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα δεν αποτελεί επιβράβευση των επιχειρηματικών ελίτ, αλλά εναπόθεση της ύστατης ελπίδας στην επιχειρηματικότητα. Η Ελλάδα τού 2016 παραπέμπει στις ανατολικές χώρες της περιοχής στις αρχές του 2000.

Οι κυβερνήσεις χωρίς περίοδο χάριτος:
Τα κυβερνητικά κόμματα της κρίσης εκκινούν από χαμηλά. Τα άλλοτε υψηλά ποσοστά του 45% είναι απρόσιτα, ενώ και το 35% του ΣΥΡΙΖΑ επιτεύχθηκε σε συνθήκες αποχής-ρεκόρ. Ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει, η κομματική ταύτιση απομειώνεται, η υπερψήφιση ενός κόμματος είναι περισσότερο προϊόν τιμωρίας της προηγούμενης κυβέρνησης, συνθήκες που ελαχιστοποιούν την ανοχή. Το απόθεμα πολιτικού κεφαλαίου που έχει συσσωρευτεί πριν από την άνοδο στην εξουσία –τις περισσότερες φορές μέσω υπερβολικών υποσχέσεων –ξοδεύεται σχεδόν αμέσως, καθώς η κοινωνία έχει εκπαιδευτεί να αναμένει άμεσες και εύκολες λύσεις σε χρόνια και δύσκολα προβλήματα.

Ο αντιευρωπαϊσμός – ευρωσκεπτικισμός:
Το αίτημα του εξευρωπαϊσμού της χώρας έπαψε να είναι κυρίαρχο στα μεσαία και κατώτερα στρώματα. Η προσλαμβάνουσα στάση της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέναντι στην ελληνική κρίση ανέκοψε την έλξη που ασκούσε η Ευρώπη στους πολίτες ως πόλος δημοκρατίας και ευημερίας. Η χώρα ακολουθεί το ευρύτερο ρεύμα αντίθεσης στην παγκοσμιοποίηση και στροφής στον συντηρητισμό που εμφανίζεται στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες. Η ελληνική κοινωνία κλίνει σταθερά προς την περιχαράκωση και τον απομονωτισμό.

Η διαίρεση «60-40»:
Οι 6 στους 10 πιστεύουν ακόμη και σήμερα ότι μια διαφορετική λύση από το Μνημόνιο είναι εφικτή, ενώ οι 4 στους 10 πιστεύουν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή. Το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 ανέδειξε και επισημοποίησε αυτόν τον διαχωρισμό (61,3% – 38,7%). Το ίδιο μοτίβο παρατηρείται και στις τρεις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις εθνικής εμβέλειας, με τα βασικά κόμματα του «Ναι» –Νέα Δημοκρατία, ΠαΣοΚ, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι –να συγκεντρώνουν 38,5% στις ευρωεκλογές του 2014, 39,1% τον Ιανουάριο του 2015 και 38,5% τον Σεπτέμβριο. Παρά τη μετέπειτα στροφή του ισχυρότερου εκφραστή της αντιμνημονιακής πλειοψηφίας, ο συσχετισμός δεν φαίνεται να έχει αλλάξει: μόνο ένα 2% των ψηφοφόρων του «Οχι» δηλώνει ότι θα άλλαζε σήμερα την ψήφο του, ενώ και στην πρόθεση ψήφου τα κόμματα του «Ναι» δεν ξεπερνούν το 40%.

Η αποχή:
Οι εκλογές του 2012 είχαν καταγράψει το πρώτο κύμα αύξησης της αποχής. Ωστόσο, η υπερψήφιση του τρίτου Μνημονίου το καλοκαίρι του 2015 –και από τη φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση –κατεδάφισε τις ψευδαισθήσεις για επιστροφή της χώρας στον «χαμένο παράδεισο». Οι σημαίες των δύο αντίπαλων στρατοπέδων –«αντιμνημόνιο» και «μένουμε Ευρώπη» –ξεθώριασαν, το διακύβευμα υποβαθμίστηκε και η συμμετοχή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου μειώθηκε στο 56%. Για πολλούς η πεποίθηση ότι η ψήφος δεν καθορίζει την οικονομική πολιτική της χώρας καθιστά τη συμμετοχή μια διαδικασία χωρίς αντίκρισμα. Το έλλειμμα εκπροσώπησης (κόμματα), το έλλειμμα αντιπροσώπευσης (ηγεσίες) και το έλλειμμα εναλλακτικών προτάσεων – λύσεων, σε συνδυασμό με το «καλάθι της νοικοκυράς» των 30-50 ευρώ, προδιαγράφουν ανωμαλία στη λειτουργία του κομματικού συστήματος: είναι πιθανό, στις επόμενες εκλογές, η συμμετοχή να πέσει κάτω από το ψυχολογικό φράγμα του 50%, δίνοντας στην αναμέτρηση χαρακτήρα «δημοψηφίσματος Ορμπαν», δηλαδή περιορισμένη νομιμοποίηση.
Η επιφανειακή κομματική διαμάχη της περιόδου, πλούσια σε διχαστικές αναφορές στο παρελθόν, υποδηλώνει αμηχανία και δεν συγκινεί. Η κοινωνία δεν παρακολουθεί με «κομμένη την ανάσα», απλώς βυθίζεται στα αδιέξοδα και τρομάζει μπροστά στο κενό. Το πολιτικό σύστημα, για να αναγεννηθεί, χρειάζεται περισσότερο αύριο και λιγότερο χθες. Ενα πρώτο βήμα θα ήταν να σταματούσε ο αυτοθαυμασμός: πώς θα συγκινηθεί μια κοινωνία ηττημένων από την κρίση όταν οι ηγεσίες κομπορρημονούν διαρκώς για την πρωτιά τους στους αγώνες ή στις δημοσκοπήσεις;
Η κοινωνία ζει παγιδευμένη στον μικρόκοσμο της δύσκολης οικογενειακής πραγματικότητας και οι ηγεσίες κατοικούν στον μικρόκοσμο της διάχυτης ψευδαίσθησης μεγαλείου. Το υπάρχον κενό προκαλεί άλλου τύπου δυνάμεις –όχι κατ’ ανάγκην πολιτικές –να καταλάβουν τον δημόσιο χώρο.
ΤΑΣΕΙΣ
Τα άλλοτε υψηλά ποσοστά του 45% είναι απρόσιτα, ενώ και το 35% του ΣΥΡΙΖΑ επιτεύχθηκε σε συνθήκες αποχής-ρεκόρ.

Η χώρα ακολουθεί το ευρύτερο ρεύμα αντίθεσης στην παγκοσμιοποίηση και στροφής στον συντηρητισμό που εμφανίζεται στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες.

Οι 6 στους 10 πιστεύουν ακόμη και σήμερα ότι μια διαφορετική λύση από το Μνημόνιο είναι εφικτή, ενώ οι 4 στους 10 πιστεύουν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή.

Είναι πιθανό στις επόμενες εκλογές η συμμετοχή να πέσει κάτω από το ψυχολογικό φράγμα του 50%, δίνοντας στην αναμέτρηση χαρακτήρα «δημοψηφίσματος Ορμπαν», δηλαδή περιορισμένη νομιμοποίηση.

Ο κ. Αλέξης Ρουτζούνης είναι υπεύθυνος Πολιτικών Ερευνών της Κάπα Research.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ