Το μήνυμα από τους κεντρικούς τραπεζίτες σε ολόκληρο τον κόσμο είναι ξεκάθαρο: η νομισματική πολιτική πρέπει να συμπληρωθεί με κρατικά μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης. Σε μια εντυπωσιακή μεταστροφή μάλιστα, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, με πρώτους το ΔΝΤ και τους G20, απηύθυναν έκκληση για μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες προκειμένου η οικονομική ανάπτυξη να πλησιάσει στα προ κρίσης επίπεδα. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ο οποίος άσκησε τρομακτική επιρροή στις εφαρμοζόμενες πολιτικές των τελευταίων 30 ετών, απαξιώθηκε από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ωστόσο, το πραγματικό κίνητρο για την πραγματοποίηση μεγαλύτερων δημόσιων δαπανών σχετίζεται με τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η Ευρώπη δεν περίμενε το πράσινο φως από το ΔΝΤ για να θεσπίσει δημοσιονομικά κίνητρα.
Τον Απρίλιο του 2015 ξεκίνησε το πρόγραμμα Γιούνκερ. Παρ’ όλα αυτά, το πρόγραμμα δεν εκπληρώνει τις αρχικές υποσχέσεις του σε όρους ανάπτυξης. Ετσι, για να επιταχύνουν τη διαδικασία, περισσότερες από το 1/3 των ευρωπαϊκών χωρών εγκαινίασαν πρόσφατα ή ετοιμάζονται να υιοθετήσουν κάποιου είδους μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης. Ομως, μόνο τρεις χώρες διαθέτουν αρκετά ισχυρά δημόσια οικονομικά για να το κάνουν: η Γερμανία, η Σουηδία και η Αυστρία.
Οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα που θα λάβουν χώρα τους επόμενους μήνες στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Αυστρία, καθώς και στη Γαλλία τον Απρίλιο του 2017, αναπόφευκτα θα ευνοήσουν ένα κύμα λαϊκισμού και θα μειώσουν τη διάθεση για μέτρα λιτότητας (ή για δημοσιονομική εξυγίανση).
Προς το παρόν, τα κεϋνσιανού τύπου προγράμματα κινήτρων δεν έχουν γίνει αποδεκτά –με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο είναι πιθανό να επιλέξει μια στρατηγική δαπανών υποδομής ώστε να ξεπεράσει την αβεβαιότητα που γεννήθηκε στον απόηχο της ψήφου υπέρ του Brexit.
Η επάνοδος της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής έθεσε οριστικό τέλος στον κανόνα για έλλειμμα 3%. Οπως λέει και το ρητό, οι υποσχέσεις δεσμεύουν μόνο όσους πιστεύουν σε αυτές. Η Ιταλία, της οποίας το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές δεν έχει αυξηθεί ούτε κατά το ελάχιστο τα τελευταία 15 χρόνια, αλλά και η Ισπανία και η Πορτογαλία, δεν αναμένεται να πετύχουν τον στόχο μείωσης του ελλείμματος για το 2016 και το 2017.
Στην περίπτωση της Γαλλίας, και λαμβάνοντας υπόψη το οικονομικό πρόγραμμα των βασικών υποψηφίων της Δεξιάς και της Αριστεράς για το προεδρικό χρίσμα, το εκλογικό αποτέλεσμα θα αποτελέσει, ούτως ή άλλως, διάψευση της δέσμευσης για έλλειμμα 3% − όπως συνέβη άλλωστε και στο παρελθόν, στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Λόγω της απουσίας μιας συντονισμένης ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής, κυριαρχεί το «ο καθένας για τον εαυτό του».

Ο κ. Christopher Dembik είναι επικεφαλής μακροοικονομικών αναλύσεων της Saxo Bank.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ