Από τότε που ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε τις πρώτες γενικές εκλογές του, στα τέλη του 2002, έχει εμμονή με την ιδέα ότι θα χάσει την εξουσία μέσω ενός πραξικοπήματος. Είχε σοβαρό λόγο να ανησυχεί ακόμη και τότε. Το υπερ-κοσμικό κατεστημένο της Τουρκίας, βολεμένο στα ανώτερα κλιμάκια του δικαστικού σώματος και του στρατού εκείνη την εποχή, δεν έκρυβε την αντιπάθειά του προς τον Ερντογάν και τους πολιτικούς συμμάχους του.

Οι προσπάθειες της παλιάς φρουράς απέτυχαν και χρησίμευσαν μόνο για να ενισχύσουν τη δημοτικότητα του Ερντογάν. Η αυξανόμενη ισχύς του στην εξουσία θα μπορούσε να τον μαλακώσει και να οδηγήσει σε ένα λιγότερο συγκρουσιακό ύφος πολιτικής. Αντ’ αυτού, τα επόμενα χρόνια, οι τότε σύμμαχοί του γκιουλενιστές –οπαδοί του εξόριστου κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν –κατάφεραν να μετατρέψουν την εμμονή του Ερντογάν σε παράνοια.


Οι πρώτοι διδάξαντες των θεωριών συνωμοσίας

Από το 2008 ως το 2013 γκιουλενιστές στην αστυνομία, στο δικαστικό σώμα και στα μέσα ενημέρωσης παρασκεύασαν μια σειρά πλασματικές συνωμοσίες εναντίον του Ερντογάν. Εστησαν συγκλονιστικές δίκες με στόχο στρατιωτικούς αξιωματούχους, δημοσιογράφους, ΜΚΟ, καθηγητές και κούρδους πολιτικούς. Οι διώξεις υπηρέτησαν τον σκοπό τους. Τροφοδότησαν τον φόβο του Ερντογάν ότι θα ανατραπεί και εξάλειψαν τα απομεινάρια του κοσμικού καθεστώτος από τη στρατιωτική και πολιτική γραφειοκρατία. Οι γκιουλενιστές είχαν και άλλο ένα κίνητρο. Μπόρεσαν να βάλουν τους δικούς τους συμπαθούντες στα ανώτερα κλιμάκια που απελευθερώθηκαν από τους αξιωματικούς του στρατού που δικάστηκαν. Η απόλυτη ειρωνεία του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου είναι ότι στήθηκε όχι από τους κοσμικούς της Τουρκίας, αλλά από γκιουλενιστές αξιωματικούς που ο Ερντογάν είχε επιτρέψει να προωθηθούν στη θέση τους.

Ως το τέλος του 2013, η συμμαχία του Ερντογάν με τους γκιουλενιστές είχε μετατραπεί σε ανοικτό πόλεμο. Με τον κοινό εχθρό –την κοσμική παλιά φρουρά –ηττημένο, τίποτα δεν συγκρατούσε τη συμμαχία. Ο Ερντογάν είχε αρχίσει να κλείνει σχολεία και επιχειρήσεις γκιουλενιστών και να τους διώχνει από την κρατική γραφειοκρατία. Μια σημαντική εκκαθάριση του στρατού που ήταν στα σκαριά ήταν αυτό που προφανώς ώθησε γκιουλενιστές αξιωματικούς να κινηθούν προληπτικά.Σε κάθε περίπτωση, η απόπειρα πραξικοπήματος έχει επικυρώσει πλήρως την παράνοια του Ερντογάν, το οποίο εξηγεί γιατί η καταστολή γκιουλενιστών και άλλων κυβερνητικών αντιπάλων είναι τόσο αδίστακτη και εκτεταμένη.

Εκτός από την απομάκρυνση περίπου 4.000 αξιωματικών, 85.000 δημόσιοι υπάλληλοι απολύθηκαν από τις δουλειές τους από τις 15 Ιουλίου και 17.000 έχουν φυλακιστεί. Δεκάδες δημοσιογράφοι έχουν συλληφθεί, συμπεριλαμβανομένων πολλών που δεν έχουν σχέση με το κίνημα του Γκιουλέν. Οποιαδήποτε ομοιότητα με κράτος δικαίου και ορθής διαδικασίας έχει εξαφανιστεί από την Τουρκία.

Χάθηκε η ευκαιρία για εθνική ενότητα

Ενας μεγάλος ηγέτης θα είχε αντιδράσει με διαφορετικό τρόπο. Το αποτυχημένο πραξικόπημα δημιούργησε μια σπάνια ευκαιρία για εθνική ενότητα. Ολα τα πολιτικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του κουρδικού HDP, καταδίκασαν την απόπειρα πραξικοπήματος, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των απλών ανθρώπων, ανεξάρτητα από τον πολιτικό τους προσανατολισμό. Ο Ερντογάν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία για να αρθεί πέρα από ισλαμιστικές, φιλελεύθερες, κοσμικές και κουρδικές ταυτότητες και να δημιουργήσει μια νέα πολιτική συναίνεση γύρω από τα δημοκρατικά πρότυπα. Είχε την ευκαιρία να γίνει ένας δημοκρατικός ενοποιητής.

Αντ’ αυτού, επέλεξε να εμβαθύνει τις διαιρέσεις της Τουρκίας και να διαβρώσει το κράτος δικαίου ακόμη περισσότερο.

Δυστυχώς, αυτή είναι μια στρατηγική νίκης. Κρατώντας τη χώρα σε υψηλή επιφυλακή ενάντια σε υποτιθέμενους εχθρούς και πυροδοτώντας εθνικιστικά-θρησκευτικά πάθη ο Ερντογάν κρατάει τη βάση του κινητοποιημένη. Και εξουδετερώνει τα δύο κύρια κόμματα της αντιπολίτευσης –και τα δύο είναι εξαιρετικά εθνικιστικά και ως εκ τούτου, αποτελούν αξιόπιστους συμμάχους στον πόλεμο εναντίον των κούρδων ανταρτών.

Και έτσι ο ατέρμονος κύκλος της θυματοποίησης στην Τουρκία –των ισλαμιστών, κομμουνιστών, κοσμικών, Κούρδων και τώρα γκιουλενιστών –έχει αποκτήσει ταχύτητα. Ο Ερντογάν κάνει το ίδιο τραγικό λάθος που διέπραξε κατά την περίοδο 2009-2010: χρησιμοποιεί την τεράστια δημοτικότητά του για να υπονομεύσει τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου και όχι για την αποκατάστασή τους. Και καθιστά έτσι τη μετριοπάθεια και την πολιτική συμφιλίωση όλο και πιο δύσκολη στο μέλλον. Ο Ερντογάν είχε δύο φορές την ευκαιρία να γίνει ένας μεγάλος ηγέτης. Με σημαντικό κόστος για την κληρονομιά του –και με ακόμη μεγαλύτερο κόστος για την Τουρκία –την απέρριψε και τις δύο φορές.

O κ. Dani Rodrik είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο John F. Kennedy School of Government του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και συγγραφέας.

HeliosPlus