Οταν ο Σπύρος Γιαννιώτης έμπαινε στο τελευταίο 100άρι επικεφαλής του αγώνα κολύμβησης των 10.000 μέτρων ανοικτής θάλασσας στην παραλία Κοπακαμπάνα του Ρίο δεν είχε τίποτε άλλο στο μυαλό του πέρα από το βάθρο των νικητών. Ηξερε ότι ήταν η τελευταία του ευκαιρία για ένα ολυμπιακό μετάλλιο και ο πόθος του αυτός έκανε το σώμα του να υπερβεί τις δυνατότητές του. «Δούλευα στο 110%» έλεγε μετά τον αγώνα. Οι κινήσεις των χεριών και των ποδιών του γίνονταν μηχανικά, οι μύες πέταγαν φωτιές, ενώ εξαντλούσε τα τελευταία ψυχικά αποθέματα για να κρατήσει τον ρυθμό του και να αντέξει στην πίεση των αντιπάλων. «Αυτό που μου μένει από τον αγώνα είναι τα τελευταία 100 μέτρα. Ημουν μαχητής και πήρα αυτό που ήθελα» δήλωνε λίγο μετά τον αγώνα με την ικανοποίηση που προκαλούν τα μοναδικά συναισθήματα που βίωνε έπειτα από μια τέτοια μάχη.
Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε να ακολουθήσει τον ρυθμό του και κάποια στιγμή στον τελευταίο από τους τέσσερις γύρους των 2,5 χιλιομέτρων να επιταχύνει για να ξεκολλήσει από τους προπορευόμενους αθλητές. Ο Σπύρος ήξερε ότι αν έφτανε στο σπριντ στα τελευταία 50 μέτρα μαζί με τους νεότερους αντιπάλους του, δύσκολα θα μπορούσε να αντεπεξέλθει. Γι’ αυτό ήθελε να έχει πάρει μια διαφορά ασφαλείας πριν από το τελικό σπριντ. Το Plan A προέβλεπε να ανεβάσει ρυθμό 1.500 μέτρα πριν από τον τερματισμό, να μπει μπροστά στην κούρσα με στόχο να ξεκολλήσει από τους αντιπάλους του. Ομως γρήγορα αντιλήφθηκε ότι και άλλοι αθλητές, μεταξύ των οποίων οι βασικοί του αντίπαλοι, είχαν την ίδια τακτική.
Κανείς τους δεν «τσίμπησε» στον γρήγορο ρυθμό που ακολούθησε από την αρχή της κούρσας ο αυστραλός κολυμβητής, ο οποίος αποσπάστηκε από τα πρώτα μέτρα. Ο Σπύρος σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι του, πάνω από τα κύματα, από την αρχή αντιλήφθηκε την τακτική του Αυστραλού. Αποφάσισε όμως να μείνει πιστός στο σχέδιό του και δεν παρασύρθηκε. Ακολούθησε το πλάνο που είχε καταστρώσει με τον προπονητή του Νίκο Γέμελο, ο οποίος τον ενημέρωσε με τη συμπλήρωση του πρώτου γύρου ότι ο Αυστραλός ήταν 45-50 δευτερόλεπτα μπροστά του. Ο προπονητής του, ο οποίος βρισκόταν πάνω στο σκάφος με τους υπόλοιπους προπονητές, τροφοδοτώντας με νερό και ηλεκτρολύτες τους αθλητές τους, τον ενημέρωνε κάθε 2.500 μέτρα για το πώς πάει ο αγώνας.
Ετσι έμαθε ότι στον δεύτερο γύρο η διαφορά με τον Αυστραλό είχε ανοίξει στο ένα λεπτό και 10 δευτερόλεπτα, όμως κράτησε την αυτοσυγκέντρωσή του και παρέμεινε στην τακτική του. Εκτοτε η διαφορά με τον προπορευόμενο αθλητή σταθεροποιήθηκε και σιγά-σιγά άρχισε να κατεβαίνει. Στη συνέχεια κεφάλι πήραν τέσσερις αθλητές, μεταξύ των οποίων και ο Ολλανδός που κέρδισε τελικά το χρυσό μετάλλιο αλλά και ο τυνήσιος χρυσός ολυμπιονίκης του Λονδίνου το 2012. Ο Σπύρος ακολουθούσε στο επόμενο γκρουπ που βρισκόταν περί τα 15-20 μέτρα πίσω από τους προπορευόμενους.
Οταν ήλθε η ώρα να κάνει το ξεκόλλημα στον τελευταίο γύρο, περίπου 1.500 μέτρα πριν από τον τερματισμό, έπιασε το γκρουπ των πρωτοπόρων. Ομως ακολούθησαν και άλλοι αθλητές, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα γκρουπ από περίπου 10 κολυμβητές που πήγαιναν μαζί στον ίδιο ρυθμό. «Δεν πρόλαβα να ξεκολλήσω γιατί είχαν τοποθετηθεί άλλοι αθλητές που είχαν την ίδια τακτική» έλεγε στους συνομιλητές του μετά τον αγώνα. Εκεί ήλθε η ώρα να βάλει σε εφαρμογή το Plan B. Στην αρχή κρύφθηκε πίσω από τα νερά των προπορευομένων. Είναι μια τακτική που ακολουθούν οι κολυμβητές ανοικτής θάλασσας για να εκμεταλλευτούν το «κανάλι» που ανοίγει ο προπορευόμενος. Ετσι συναντούν μικρότερη αντίσταση και εξοικονομούν δυνάμεις. Ομως αυτό προσπαθούσαν να κάνουν και άλλοι, με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος εγκλωβισμού. Ο συνωστισμός που δημιουργήθηκε στο γκρουπ των προπορευομένων και ιδιαίτερα στην τελευταία σημαδούρα που έπεσαν όλοι μαζί ανάγκασε τους αθλητές και κάνουν μανούβρες για να ελευθερωθούν. Στις συνθήκες αυτές, με τους κολυμβητές να κινούν τα χέρια γρήγορα και να χτυπούν τα πόδια τους με δύναμη το ξύλο είναι αναπόφευκτο. Και το κύμα ευνοεί τέτοιου είδους καταστάσεις. Ομως εκεί είναι το πλεονέκτημα του Σπύρου, ο οποίος είναι κολυμβητής ανοικτής θάλασσας και όχι πισίνας. Δηλαδή δεν χρειάζεται να πηγαίνει σε ευθεία γραμμή για να αποδώσει. Ο ίδιος θεωρεί ότι όσο πιο σκληρές είναι οι συνθήκες τόσο καλύτερα για τους αθλητές με εμπειρία και για τον ίδιο. Αυτό δεν ίσχυε στην Ολυμπιάδα του Λονδίνου πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ο αγώνας των 10 χλμ. έγινε στην τεχνητή λίμνη του Hyde Park, σε ήρεμα νερά και ο Σπύρος πήρε την τέταρτη θέση. Ο τυνήσιος νικητής του Λονδίνου ήταν στους διεκδικητές των μεταλλίων ως τα τελευταία μέτρα, όμως τελικά τερμάτισε 12ος.
Με το γκρουπ των προπορευόμενων αθλητών να πηγαίνει μαζί για τον τερματισμό, ο Σπύρος έβαλε σε εφαρμογή το Plan B. Ανοιξε πρώτος τον ρυθμό στα τελευταία 200-250 μέτρα παίρνοντας διαφορά ακόμα και δύο μήκη σώματος. «Δεν θυμάμαι ποτέ σε αγώνα παγκοσμίου πρωταθλήματος, πανευρωπαϊκού ή Ολυμπιάδα, 8-9 αθλητές να πηγαίνουν μαζί ως τον τερματισμό» έλεγε μετά τον αγώνα. Ο ίδιος πάντως από την αρχή πίστευε ότι 8-9 αθλητές θα διεκδικήσουν τα τρία μετάλλια. Αλλά δεν περίμενε ότι η διεκδίκηση θα μείνει ανοικτή μέχρι την τελευταία χεριά.
Ο ολλανδός ήταν αυτός που αντέδρασε στην αλλαγή ρυθμού του Σπύρου και μπήκε στα απόνερά του για να τον κυνηγήσει. Είχε πλεονέκτημα στο σπριντ καθώς διαθέτει πιο δυνατή σωματοδομή. Απέμεναν λιγότερο από 100 μέτρα και ο Σπύρος σε αυτά τα τελευταία μέτρα της καριέρας του τα έδωσε όλα. «Είχα κλείσει τα μάτια από τον πόνο, είχα θολώσει και έλεγα στον εαυτό μου: «Σπύρο, είναι η τελευταία σου ευκαιρία. Δώστα όλα για όλα»».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ