Βασισμένη στο ομότιτλο διήγημα του Γιάροσλαβ Ιβάσκιεβιτς, η ταινία «Το δάσος με τις σημύδες» («Brzezina», 1970), που από την ερχόμενη Πέμπτη 28 Ιουλίου ξαναβγαίνει στις ελληνικές αίθουσες, αποτελεί μια ιδιαίτερη στιγμή στην καριέρα του σπουδαίου πολωνού σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα. Αν και γνωστός για την ενασχόλησή του κυρίως με μεγάλα εθνικά θέματα σχετικά με την πολιτική ιστορία της πατρίδας του, ο δημιουργός των επιτυχιών «Στάχτες και διαμάντια», «Κανάλ», «Ανθρωπος από σίδηρο», «Ανθρωπος από μάρμαρο» και «Κατίν» έφτιαξε εδώ μια διαφορετικού ύφους ταινία που μιλάει για τη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο θυμίζοντας περισσότερο Ινγκμαρ Μπέργκμαν και λιγότερο Αντρέι Βάιντα. Περιεκτική και μεστή σε φιλοσοφικά ή υπαρξιακά νοήματα αλλά συγχρόνως μια ταινία που σφύζει από εικαστική ομορφιά με κάδρα που συχνά κόβουν την ανάσα.

Η δράση του «Δάσους με τις σημύδες» εκτυλίσσεται στις αρχές του 20ού αιώνα, στο σπίτι του χήρου δασολόγου Μπόλεσλαβ (Ντανιέλ Ολμπρισκί), κρυμμένο μέσα σε ένα δάσος με σημύδες. Η απουσία της συζύγου του έχει αλλάξει εντελώς τη ζωή του και αν δεν έχει καταντήσει ερημίτης οφείλεται μόνο στην παρουσία της κόρης του Ολιας και της οικονόμου. Η επίσκεψη του φυματικού αδελφού του Στανισλάβ (Ολγκιερντ Λουκάσεβιτς) θα «ξυπνήσει» τον Μπόλεσλαβ, αφού ο πρώτος, σε αντίθεση με τον δεύτερο και παρά την κατάστασή του, έχει τεράστια δίψα για ζωή και αγωνιά μπροστά στην ιδέα του θανάτου. Ανάμεσα στα δύο αδέλφια θα δημιουργηθεί μια υποσυνείδητη συναισθηματική αντιπαλότητα.
Ενα μεγάλο μέρος της επιτυχίας της ταινίας βέβαια οφείλεται στην εικαστική ομορφιά της, επίτευγμα του διευθυντή φωτογραφίας Ζίγκμουντ Σαμοσιούκ, που εδώ υιοθετεί το στυλιζάρισμα των έργων ζωγραφικής του Γιάτσεκ Μαλτσέφσκι (1854-1929). Γεννημένος στη Ράντομ, μια μικρή πόλη νότια της Βαρσοβίας (τότε υπό ρωσικό ζυγό), ο Μαλτσέφσκι, τρίτο παιδί πολωνών αριστοκρατών, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του εκδιώχθηκε από τους ρώσους κατακτητές, ενώ ο ένθερμος εθνικισμός του αντανακλάστηκε στο έργο του. Για παράδειγμα, στις πολλές αυτοπροσωπογραφίες του βλέπουμε τον ζωγράφο ντυμένο στα λευκά και πάνοπλο. «Αν δεν είχα γεννηθεί Πολωνός, δεν θα ήμουν καλλιτέχνης» είχε πει ο ίδιος το 1925.
Οσο για τον Γιάροσλαβ Ιβάσκιεβιτς (1894-1980), που ήταν γνωστός και με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ελέουτερ, γεννήθηκε στην Kαλνίκ του Κιέβου και μετά τον θάνατο του πατέρα του έζησε με τη μητέρα του στη Βαρσοβία μεταξύ 1902 και 1904. Εν συνεχεία επέστρεψε στην Ουκρανία και αφού αποφοίτησε από το γυμνάσιο στο Κίεβο, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της ίδιας πόλης. Το ντεμπούτο του έγινε το 1912 με το ποίημα «Lilith» στο μοναδικό τεύχος του περιοδικού «Πένα», από το 1916 ως το 1918 διετέλεσε διευθυντής του θεάτρου Wysocka και το 1921 ίδρυσε με φίλους του το πειραματικό καλλιτεχνικό θέατρο Elsinore. Ο Αντρέι Βάιντα επρόκειτο να ασχοληθεί ξανά με μεταφορές έργων του Ιβάσκιεβιτς στο σινεμά και στην τηλεόραση και ανάμεσά τους το πολύ πιο γνωστό έργο του «Οι δεσποινίδες του Βίλκο» (1979) και το σχετικά πρόσφατο «Tatarak» (2009). Και τα δύο βασίζονται σε διηγήματα του συγγραφέα.

HeliosPlus