Η παρουσία του Δ. Ν. Μαρωνίτη στη λογοτεχνική κριτική μας, κυρίως σε ό,τι αφορά τα ποιητικά πράγματα, υπήρξε, τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, δεσπόζουσα. Πηγή της ισχύος της είναι η στιβαρή ιδιοτυπία της, που κάνει δύσκολη την ταξινόμηση του κριτικού έργου του σε κριτικές σχολές και μόδες. Η στιβαρότητά της οφείλεται στο γεγονός ότι βάση της είναι η κλασική φιλολογία: προσόν ιδιαίτερα σημαντικό όταν ο φιλόλογος είναι εμβριθής και όταν σκεφτούμε την έκταση και το βάθος της συνομιλίας των ποιητών μας με την αρχαιοελληνική γραμματεία. Η ιδιοτυπία της απορρέει από την καλλιτεχνικότητά της. Γιατί η κριτική ιδιοσυγκρασία του Μαρωνίτη είναι ποιητικής φύσεως. Εχει χαρακτηριστικά των ποιητών-κριτικών, και ας μην έχει ο Μαρωνίτης δημοσιεύσει –πλην ολίγων σελίδων –πρωτότυπα λογοτεχνικά έργα. Η ποιητικότητά της αποτυπώνεται και στην υφή της γραφής του, που είναι διαφορετική από εκείνη της τρέχουσας κριτικής, κυρίως της ιμπρεσιονιστικής.
Η συνομιλία με τα ποιητικά κείμενα

Θα έλεγα ότι το ποιητικό που είχε μέσα του ο Μαρωνίτης το μοίραζε ανάμεσα στις μεταφράσεις του αρχαίων έργων (Ομηρος, Ησίοδος, Σοφοκλής, κ.ά.) και στην κριτική του νεότερων λογοτεχνικών κειμένων (Σολωμός, Καβάφης, Γενιά του ’30, Πρώτη μεταπολεμική γενιά, νεότεροι)· και ότι την αισθητικότητα των κριτικών του παρατηρήσεων την τροφοδοτούσε η εμπειρία από τον αγώνα του της μετάφρασης αρχαίων ποιητικών κειμένων –αγώνας ο οποίος συγχρόνως ενισχυόταν αμοιβαία από την τριβή του Μαρωνίτη με τα νεοελληνικά ποιητικά κείμενα.
Αλλά και η συνομιλία του με τα ποιητικά κείμενα ήταν παρόμοια με τη συνομιλία των ποιητών με εκείνους τους ομοτέχνους τους που τους αισθάνονται οδηγούς τους. Μιλώντας για τη σχέση του με τον Σεφέρη ο Μαρωνίτης δήλωνε ότι το έργο του αποτέλεσε για αυτόν «σήμα βίου». Το οποίο σημαίνει, όπως επεξηγούσε ο ίδιος, ότι τα σεφερικά κείμενα «σημάδεψαν ανεξίτηλα μιαν ολόκληρη ζωή, σε κρίσιμες μάλιστα καμπές της». Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τη σχέση του Μαρωνίτη με το έργο του Σολωμού και του Καβάφη. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι οι σημαντικότερες νεοελληνικές μελέτες του είναι «Οι εποχές του «Κρητικού»», η «Υπεροψία και μέθη» (για τον «Δαρείο» του Καβάφη) και «Η συνομιλία των ποιητών» (για τη σχέση του Σεφέρη με τον Σικελιανό).


Η «μέθοδος» Μαρωνίτη

Η κριτική μέθοδος του Μαρωνίτη αποτελείται από μιαν ανάγνωση (όρος διακριτός στο κριτικό του λεξιλόγιο) που καλύπτει με τον δικό της τρόπο –τρόπο προσωπικό, όχι όμως υποκειμενικό –τις ουσιώδεις περιοχές του φάσματος μιας κριτικής προσέγγισης. Πρόκειται για μια μέθοδο που προχωρεί στη μελέτη των ποιητικών κειμένων όχι με τον συνήθη γραμμικό φιλολογικό τρόπο αλλά με κίνηση κατά κανόνα σπειροειδή, διακοπτόμενη από εγκάρσιες παρατηρήσεις, τομές που η δραστικότητά τους βρίσκεται στο γεγονός ότι περιέχουν συχνά εν ταυτώ το μικροσκοπικό και το μακροσκοπικό στοιχείο. Με τον τρόπο αυτόν ο Μαρωνίτης δίνει συχνά την αίσθηση ότι η ανάγνωσή του, διαφορετικά απ’ ό,τι στην ορθόδοξη φιλολογική-κριτική προσέγγιση, γίνεται «εμπαθητικά» (ενσυναισθησιακά), γεγονός που του επιτρέπει να εκφράσει πράγματα τα οποία η εκ των έξω εξέταση αδυνατεί να διακρίνει.
Θα χαρακτήριζα την προσέγγιση της λογοτεχνίας από τον Μαρωνίτη εμπειριακή, γιατί έχει τη βάση της στη λογοτεχνική αίσθηση. Εμπειριακή, γιατί διαφέρει αφενός από την εμπειρική προσέγγιση, η οποία είναι κυρίως υποκειμενική και δεν συνδέεται επαρκώς με την ευρύτερη, τη διυποκειμενική λογοτεχνική εμπειρία, δηλαδή με εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε λογοτεχνικό βίωμα· και αφετέρου γιατί διαφέρει από τη θεωρητική προσέγγιση (η λέξη προσέγγιση εδώ κατ’ ευφημισμόν) που είναι αποκομμένη από αυτό το βίωμα, γιατί εδράζεται σε κάποια γλωσσοφιλοσοφική ή κοινωνιολογική θεωρία. Τη θεωρητική αντίληψη του Μαρωνίτη δεν θα μπορούσαμε να την προσδέσουμε σε κάποια από τις τρέχουσες θεωρίες της λογοτεχνίας, γιατί ο Μαρωνίτης χρησιμοποιεί από αυτές μόνο ό,τι μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία της δικής του θεωρητικής οπτικής –οπτικής, επαναλαμβάνω, ιδιότυπης αλλά όχι ιδιόλεκτης.
Τελειώνω δίνοντας δύο δείγματα αυτής της οπτικής. Το ένα είναι από το επίπεδο της μικροθεωρίας: από τους θεωρητικούς θυλάκους που συχνά περιβάλλουν συγκεκριμένες κειμενικές παρατηρήσεις του Μαρωνίτη. Διερευνώντας τη σχέση μύθου και ιστορίας στα «κυπριακά» ποιήματα του Σεφέρη ο Μαρωνίτης παρατηρεί: «Ο μύθος και η ιστορία εξ ορισμού δεν σμίγουν ποτέ ολότελα, γιατί ανάμεσά τους μένει πάντα ένα κενό, ορατό ή αδιόρατο, που υπήρξε όμως από παλιά ο γόνιμος και παραγωγικός χώρος της λογοτεχνίας». Υπογραμμίζω και εδώ τους ακριβολογικούς προσδιορισμούς ποτέ ολότελα και αδιόρατο (για το κενό), ως λέξεις που δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν από έναν άνθρωπο που βλέπει τη λογοτεχνία μόνο από έξω. Παρατηρήσεις σαν κι αυτήν ενισχύουν τα θεμέλια της μακροσκοπικής θεώρησης του Μαρωνίτη, ως δείγμα της οποίας θα αναφέρω τη θεωρία της ποιητικής γλώσσας που περιέχεται στο σύντομο (οκτώ σελίδων) κείμενό του με τίτλο «Η γλώσσα του Σεφέρη και της ποίησης», θεωρία πιο καίρια και ουσιαστικότερη από τη θεωριάρροια πολλών αστέρων του διεθνούς κριτικού life-style.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής (της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας) του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ