Στο παλιό μουράγιο ο Μάνος, τυλιγμένος ακόμη από θαλασσινές σταλαγματιές, αποκαλύπτει μπροστά στα εξερευνητικά μάτια μας τον μικρόκοσμο της πίνας: μέσα σε ένα «φιλντισένιο», πανέμορφο, ευρύχωρο σπίτι, ζει συντροφιά με μια γαρίδα. Η μία προστατεύει την άλλη. Η γαρίδα ειδοποιεί τη συνήθως μισάνοιχτη πίνα ότι απειλείται από κάποιον κίνδυνο και κλείνονται κι οι δυο μαζί μέσα στο ασφαλές «κάστρο» τους που στέκει όρθιο στην άμμο. Ομως το κάστρο τους αλώθηκε από τον βουτηχτή και οι πόρτες του ανοίχτηκαν διάπλατα.

Το ένα από τα θυρόφυλλα έχει γίνει πλέον πιάτο, μέσα στο οποίο τεμαχίζεται το σώμα της πίνας με λάδι, λεμόνι και ψιλοκομμένο μαϊντανό, και η γαρίδα σπαρταρά απελπισμένη ανάμεσα στα πιρούνια μας.

Το όστρακο της πίνας πάνω στο τραπέζι είναι το επίκεντρο των μικρόκοσμων του καλοκαιριού, που σαν βότσαλο σε λιμνιώνα απλώνονται γύρω μας.
Οι µικρόκοσµοι του καλοκαιριού διευρύνονται σιγά σιγά και κλείνουν μέσα τους και δυο χταπόδια. Η φωτογράφος Kjersti Veel Krauss από το μακρινό Οσλο της Νορβηγίας δεν προλαβαίνει να αποτυπώνει στιγμιότυπα από το χτύπημα και το τρίψιμο των χταποδιών στο μικρό μουράγιο. Ομως σε αυτές τις θάλασσες το χταπόδι είχε κεντρική θέση στους αρχέγονους μικρούς κόσμους των ανθρώπων. Ισως επειδή μπορούσαν να το ψαρέψουν και με τα χέρια ή επειδή ταίριαζε πολύ η εικόνα του πάνω στα αιγαιοπελαγίτικα μινωικά ή μυκηναϊκά αγγεία έτσι όπως αγκαλιάζουν τα πλοκάμια του τις κοίλες επιφάνειες. «Δεν θέλει πολύ κοπάνισμα αλλά τρίψιμο για να γίνει σγουρό» εξηγεί η κυρία Καλλιόπη που θα τα μαγειρέψει μαζί με την κόρη της Νικολίτσα με εξίσου αρχέγονο με την ιδέα του χταποδιού τρόπο. Το λένε χταπόδι τηγανητό, αλλά στην ουσία δεν είναι, αφού τα πλοκαμιά, όπως τα λένε εκεί, βράζουν στο νερό που βγάζουν όταν υποβληθούν στη βάσανο της χαμηλής φωτιάς. Οταν πιουν το νερό τους, προσθέτουν το λάδι και μετά το ξίδι μέχρι να χυλώσουν.
Το χταπόδι φτάνει στο τραπέζι που είναι στημένο κάτω από τα αρμυρίκια με τα πόδια του χωμένα στην αμμουδιά. Ο μικρόκοσμος της Κεραμειδούς κλείνει μέσα του ένα εστιατόριο, μια ψαρόβαρκα, τρία ντελικάτα τρεχαντήρια, μερικά σκόρπια κτίσματα και απεριόριστη ηρεμία. Α, και ένα εκκλησάκι που το σκεπάζει μια γαλάζια καμπύλη. Μπήκαμε σε αυτή την ήσυχη αγκαλιά ερχόμενοι με τη «Σπυριδούλα» από τους Φούρνους, όπου σαν σε παλιό σινεμασκόπ οι εικόνες των μικρών κόσμων πέφτουν η μία πάνω στην άλλη: ξερολιθιές το όριο του χειμέριου κύματος, ανύποπτοι βράχοι με υποψιασμένους φαλακροκόρακες, το Πετροκοπιό με το ρωμαϊκό λατομείο πίσω από τη βοτσαλωτή παραλία, όπου τα μάρμαρα συμβιώνουν με το θρούμπι, τα δελφίνια που παίζουν με την πλώρη που «σημαδεύει» τη Θύμαινα.

Και να που τώρα
περιπλέουμε αυτόν, τον πιο μεγάλο από τους μικρόκοσμους που περιβάλλουν την πολυνησία των Φούρνων. Τα τρεχαντήρια κάνουν υπόκλιση στον Αγιο Νικόλαο, αλλά και στον Αγιο Δημήτριο, κόσμημα στη λοφοσειρά που δημιουργεί την αγκαλιά όπου έχει αράξει το χωριό της Θύμαινας, λίγα σπίτια και μια προκυμαία που επίσης στολίζουν τα τρεχαντήρια. Γνωστή εικόνα, αφού αυτή μας υποδέχτηκε καθώς ερχόμασταν με το καράβι από την Ικαρία για να μπούμε σε αυτούς τους θαυμαστούς μικρόκοσμους. Αυτή είναι η αποφασιστική, σχεδόν μαγική στιγμή για τα νησιά. Ο ήλιος που δύει συνήθως απέναντι, θαμπώνει το βλέμμα και το εμποδίζει να αποκρυπτογραφήσει με την πρώτη ματιά το νέο λιμάνι. Είναι απίθανο που υπάρχουν νέα λιμάνια, ανεξερεύνητοι μικρόκοσμοι που μας περιμένουν για να τους γνωρίσουμε. Είναι απίστευτα συναρπαστικό όταν η πλώρη του καραβιού φλερτάρει μαζί τους. Οταν πια το λιμάνι του Αγίου Κηρύκου έσβησε στην άκρη του ίχνους που άφηνε το καράβι πίσω του, οι πολυσχιδείς στεριές που άρχισαν να αχνοφαίνονται μπροστά μας γέμιζαν το ταξίδι μας με υποσχέσεις. Και η πρώτη υπόσχεση που εκπληρώθηκε ήταν η Θύμαινα, ένα τέμενος νησιωτικότητας. Η θάλασσα περιγράφει τους μικρούς κόσμους, κι αυτοί βάζουν τα δυνατά τους να αναπτύξουν μια πλήρη ζωή, αυτόνομη, που τουλάχιστον το καλοκαίρι συναντά και συμβαδίζει με τις δικές μας επιθυμίες. Αυτοί οι κόσμοι οι μικροί, οι πλήρεις, οι σπουδαίοι…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ