H ολοκλήρωση της αξιολόγησης τον περασμένο Ιούνιο καλλιέργησε κάποιες προσδοκίες σταθερότητας και ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία και τη χώρα.
Ωστόσο η συνέχεια δεν υπήρξε τόσο ενθαρρυντική. Το βρετανικό δημοψήφισμα θόλωσε και πάλι την ατμόσφαιρα μεταφέροντας κύματα ανησυχίας σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το Λονδίνο ήδη υποφέρει από το κλίμα φυγής των επιχειρήσεων, από την υποτίμηση της στερλίνας και από τα φαινόμενα ακυβερνησίας που επικράτησαν μετά την απόφαση αποσύνδεσης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Σχεδόν αυτόματα ηγέρθησαν αμφισβητήσεις για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος με πρώτο θύμα τις τράπεζες της Γηραιάς Ηπείρου. Οι αξίες των περισσοτέρων υποχώρησαν και μαζί ανεδείχθη η προβληματικότητα των ιταλικών πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και τα ελλείμματα εποπτείας του γερμανικού χρηματοπιστωτικού τομέα. Τα αιτήματα των Ιταλών για λύσεις έξω από τους κανόνες της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης προκάλεσαν νέα κύματα αμφισβήτησης και την έντονη αντίδραση του Μάριο Ντράγκι, ο οποίος δεν μπορεί να αφήσει εκτεθειμένη την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση στα πρώτα της βήματα.
Αντιθέτως μάλιστα θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για την εφαρμογή των νέων κανόνων. Πράγμα που επιβεβαιώθηκε στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών, οι διοικήσεις των οποίων θα κριθούν από την προσήλωσή τους στις αρχές αυτές και βεβαίως από την προθυμία διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων και τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης των προβληματικών ιδιωτικών επιχειρήσεων. Και εδώ αρχίζει η ελληνική περιπλοκή.
Ο κίνδυνος μαζικών καταρρεύσεων είναι υπαρκτός, όπως φανερώθηκε από την προσφυγή της αλυσίδας Μαρινόπουλου στο καθεστώς προστασίας έναντι των πιστωτών και την αντίστοιχη πράξη της πετρελαϊκής Jetοil, η οποία δυστυχώς συνοδεύτηκε από το τραγικό συμβάν της αυτοκτονίας του Κυριάκου Μαμιδάκη.
Το «σφίξιμο» των πιστωτικών κανόνων, σε συνδυασμό με τις επικρατήσασες από πέρυσι το καλοκαίρι συνθήκες χρηματοπιστωτικής ασφυξίας, αλλά και με το πολιτικό κλίμα, που η ίδια η κυβέρνηση δημιουργεί με τη ρητορική μίσους εναντίον τραπεζιτών και επιχειρηματιών, επιτείνουν την ατμόσφαιρα αβεβαιότητας και διαμορφώνουν περιβάλλον τέλειας καταιγίδας.
Ενδεχόμενη κατάρρευση π.χ. του ομίλου Μαρινόπουλου θα παρασύρει πλήθος μεσαίων και μικρότερων επιχειρήσεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την απασχόληση και συνολικά για την οικονομία.
Πολύ περισσότερο μάλιστα αν στο άμεσο μέλλον εκδηλωθούν και άλλες τέτοιες καταρρεύσεις, όπως θρυλείται τελευταίως.
Θα μπορούσαν πιθανώς κάποιες να αποφευχθούν, αν το γενικότερο κλίμα στη χώρα ήταν συναινετικό, θετικό και ευνοϊκό για εξαγορές, συγχωνεύσεις και αναδιαρθρώσεις. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει ηγεσία με πνεύμα δημιουργίας.
Η δική μας δυστυχώς είναι εκπαιδευμένη μόνο στης πολιτικής τα κόλπα. Εξαντλείται σε εκλογικούς νόμους, δημοψηφίσματα και αγώνες άγονους, που μόνο την καταστροφή μπορούν να εγγυηθούν και τίποτε άλλο…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ