Μεγάλο θόρυβο ξεσήκωσε προ ολίγων ημερών δήλωση του Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ στο γαλλικό ραδιόφωνο σύμφωνα με την οποία πρέπει να σταματήσουμε να πιστεύουμε ότι οι επιλογές του λαού, όταν για παράδειγμα αυτός ψηφίζει ένα ναζιστικό κόμμα ή αποφασίζει την έξοδο της χώρας του από την Ευρωπαϊκή Ενωση (περίπτωση Brexit), είναι υπεράνω κριτικής. Αφήνοντας να εννοηθεί ότι δικαιούμαστε να κρίνουμε τις λαϊκές επιλογές, όπως κρίνουμε και επικρίνουμε τις «ελίτ» για ορισμένες δικές τους επιλογές. «Πρέπει να σταματήσουμε να λέμε ότι ο λαός έχει πάντα δίκιο», θα πει επί λέξει ο Κον-Μπεντίτ, υποκλινόμενοι εκ των προτέρων στο «αλάνθαστο αισθητήριο» του λαού –άραγε ποιος θυμάται σήμερα αυτή τη μαγική φόρμουλα της Μεταπολίτευσης που συμπύκνωσε την κοινοτοπία του ελληνικού λαϊκισμού;
Ο κίνδυνος βέβαια είναι προφανής. Οποιος τολμήσει «να τα βάλει με τον λαό» διακινδυνεύει τουλάχιστον τον άμεσο εξοστρακισμό του από τη δημόσια συζήτηση υπό την ανεξάλειπτη συκοφαντία του οπαδού της ελιτιστικής δημοκρατίας, κ.λπ. Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο φιλόσοφος και ιστορικός των ιδεών Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, επιχειρώντας να ερμηνεύσει το νέο λαϊκιστικό κύμα που σαρώνει την Ευρώπη (αλλά και τις ΗΠΑ), αναρωτιόταν, υπό τη δική του βέβαια οπτική που δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με αυτήν του Κον-Μπεντίτ: Ποιος θα τολμούσε να ζητήσει από τον λαό οι πράξεις του να είναι «παραδειγματικές»; Αντιπαραβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο τη δικαιολογημένη σε αρκετές περιπτώσεις κριτική προς τις «ελίτ» με την ιεροποίηση των λαϊκών επιλογών.
Οι απόψεις αυτές εικονογραφούν ένα πλαίσιο της πρόσληψης και της αντιπαράθεσης γύρω από τον λαϊκισμό σε μεγάλο μέρος του δυτικού –και όχι μόνον –κόσμου. Της Ελλάδας φυσικά περιλαμβανομένης, αφού εδώ ο «λαϊκισμός», τόσο ως κοινωνικό αίτημα όσο και ως πολιτική προσφορά από συγκεκριμένα κόμματα, διανοουμένους και ΜΜΕ, είναι διαρκώς παρών, ενώ η κρίση των τελευταίων ετών τον ανήγαγε σε κυρίαρχο πολιτικό φαινόμενο. Σε τύπο νομιμοποίησης νέων λαϊκιστικών ελίτ και, σε κάποιες περιπτώσεις, μιας νεοκαθεστωτικής λογικής που εξ αντικειμένου φλερτάρει με τον αυταρχισμό.
Η δημοψηφισματική πρακτική και λογική, οι προτάσεις για «ανόθευτα» εκλογικά συστήματα, μετενσαρκώσεις της λαϊκιστικής εμμονής στο ιδεώδες της «διαφάνειας», το συνωμοσιολογικό τσουνάμι που κατακλύζει τη δημόσια σφαίρα μέσα από τις αλλεπάλληλες «αποκαλύψεις» για μυστικά «πλάνα», σε τέτοιον βαθμό που η συνωμοσιολογική θεώρηση να καθίσταται συστατικό στοιχείο του κυρίαρχου λόγου (της «κυρίαρχης ιδεολογίας», λέγαμε παλαιότερα…), οι επιθέσεις στις «τρόικες εσωτερικού» (στον πληθυντικό, αφού η σύνθεση των τελευταίων αλλάζει, ανάλογα με τον καταγγέλλοντα) με την κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων, αποτελούν επεισόδια μιας διαδικασίας δημολατρικής «νομιμοποίησης» αναδυόμενων ελίτ. Οι οποίες το μόνο περιοριστικό όριο που ουσιαστικά αναγνωρίζουν για την αλαζονική δράση τους είναι η εκ μέρους τους αναμυθολογημένη «λαϊκή κυριαρχία». Τούτη η τελευταία, όπως κατανοείται και διακηρύσσεται σήμερα, αλλά και όπως μας δείχνουν διάφορα συγκριτικά παραδείγματα από άλλες περιπτώσεις «εφαρμοσμένου λαϊκισμού» («προοδευτικής» ή μη κατεύθυνσης), έρχεται σε ώσμωση με τον εθνικισμό, ακόμα και με τον εθνοτισμό, επιχειρώντας να συστήσει ένα νέο πεδίο πολιτικής νομιμοποίησης, ενίοτε κινούμενο στο όριο του «νόμου» και της διάκρισης των εξουσιών.
Εδώ ακριβώς μπορεί να εμφιλοχωρήσει ο πειρασμός του αυταρχισμού, οι έστω επί χάρτου αντιδημοκρατικές εκτροπές στο όνομα μιας μοιραίας υπερδημοκρατικής ουτοπίας, με έντονο εθνικιστικό χρωματισμό, ενίοτε καμουφλαρισμένο με νεοτριτοκοσμική επένδυση, με ιδεολογικοποιημένες και κατά βάθος μοραλιστικές επικλήσεις μιας υποτιθέμενα «κρυπτοαποικιακής» εκμετάλλευσης χωρών που «αόρατες» σχέσεις και κέντρα τις κρατούν υποταγμένες. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο αλλά για το ξαναζεσταμένο φαγητό της παλαιοτριτοκοσμικής έμπνευσης διαίρεσης μητρόπολη/περιφέρεια, σερβιρισμένο στη νεο-γλώσσα ενός συγκεκριμένου «χειραφετητικού» μεταμοντερνισμού, ο οποίος, δυνητικά και ανεξάρτητα από προθέσεις, μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τις ίδιες τις πολιτικές ελευθερίες, την ίδια την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Περί αυτού η λατινοαμερικανική κυρίως εμπειρία, η απώτερη και η πολύ πρόσφατη, και μάλιστα η σημερινή, έχει πολλά να μας διδάξει. Με άλλα λόγια, ο λαϊκισμός ως τύπος νομιμοποίησης αναδυόμενων ελίτ, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και μετάβασης, όπως είναι η σημερινή, μπορεί εύκολα να διολισθήσει σε λαϊκισμό ως «τύπο καθεστώτος», του οποίου ο βοναπαρτισμός είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό του.
Είναι αλήθεια ότι ο λαϊκισμός πρέπει να κατανοείται και ως «σύμπτωμα» μιας διαταραγμένης σχέσης, της διευρυνόμενης απόστασης μεταξύ λαού και ελίτ. Και είναι αλήθεια ότι είναι χρέος αυτών των ελίτ να βρουν αξιόπιστους τρόπους επανασύνδεσής τους με τον «απλό κόσμο» και τα προβλήματά του. Αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι αυτό το «σύμπτωμα» δεν μπορεί να αποτελέσει και ρεμέδιο στην κρίση. Ο μανιχαϊκός και διχαστικός λόγος του λαϊκισμού αρκετές φορές στρέφεται κατά της ίδιας της δημοκρατίας, το αληθινό νόημα της οποίας διατείνεται ότι θέλει να αποκαταστήσει.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ