Οι επιπτώσεις των κανόνων διάσωσης με ίδια μέσα (bail-in) στη δραστηριότητα και σταθερότητα των τραπεζών, καθώς και ο δανεισμός από ιδιώτες πιστωτές/τράπεζες (Private Sector Involvement – PSI) με σκοπό την αναδιάρθρωση κρατικού χρέους αποτελούν άραγε μόνον την ανακύκλωση των προβλημάτων που δημιουργεί η οικονομική κρίση ή οδηγούν στη λύση τους;
Το ζήτημα είναι φυσικά πρωτίστως πολιτικό. Με τα νομικά μας εργαλεία θα μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε όμως το θέμα και υπό μια διάφορη, πιο αντικειμενική, οπτική λόγω και μόνον της φύσης των νομικών κανόνων.
Τα επιχειρήματα υπέρ των κανόνων διάσωσης με ίδια μέσα των τραπεζών, αντί της πτώχευσής τους και της επιβάρυνσης των φορολογουμένων μιας χώρας, είναι γνωστά. Είναι ωστόσο και πειστικά υπό την ως άνω οπτική;
Πώς αυτά τα επιχειρήματα συνδυάζονται με τις αναδιαρθρώσεις κρατικών χρεών με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI), λ.χ. με ιδιωτικό δανεισμό που λαμβάνει τη μορφή έκδοσης ομολόγων;
Υπό αυτό το πρίσμα θα επιδιωχθεί η αφύπνιση του αναγνώστη στα σημεία των καιρών, που επηρεάζουν πρωτίστως τη χρηματοδοτική ικανότητα των τραπεζών και φυσικά το κόστος χρηματοδότησης.
Η συμμετοχή, από την άλλη πλευρά, των ιδιωτών στην αναδιάρθρωση κρατικών χρεών ως καινοφανής πρακτική σηματοδοτεί για τις τράπεζες αλλαγή εποχής, ώστε εύλογα να αναρωτιέται κανείς πώς οι δύο αυτοί νέοι ρόλοι θα μπορέσουν με επιτυχία να υποστηριχθούν από τα τραπεζικά ιδρύματα.
Επισημαίνουμε, για λόγους πληρότητας, μόνον τρεις –θεωρητικές –συνέπειες των κανόνων διάσωσης των τραπεζών με ίδια μέσα.
1. Με δεδομένο ότι οι κανόνες αυτοί δεν αφορούν, κατά τη σχετική κοινοτική οδηγία που τους διέπει, τις εξασφαλισμένες απαιτήσεις, οι τράπεζες θα πρέπει να δεχθούν το γεγονός ότι οι απαιτήσεις αυτές θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αναχρηματοδότησή τους, γεγονός που όπως είναι αναμενόμενο θα αυξήσει το κόστος της εν γένει χρηματοδότησης.
2. Οι περιορισμοί που τίθενται από τη Βασιλεία ΙΙΙ εξακολουθούν να ισχύουν και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, γεγονός που θα κάνει πιο δύσκολο το έργο της διάσωσης.
3. Η επιδίωξη της κατανομής των κινδύνων που εκπορεύονται από την πτώχευση μιας τράπεζας μεταξύ των φορολογουμένων, των καταθετών και των οφειλετών μπορεί να δημιουργήσει στρεβλώσεις στην αγορά των δανείων, η οποία, αν δεν ελεγχθεί από τις αρχές, θα συνεισφέρει στην αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.
Σημαίνουν τάχα τα ανωτέρω ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν τη λειτουργία τους απρόσκοπτα;
Είναι σαφές ότι στην περίπτωση των κανόνων αυτών επιδιώκεται να τηρηθεί η αρχή pacta sund servanda που διασφαλίζει την αρχή της υποχρεωτικότητας των συμφωνιών παρά την πτώχευση της τράπεζας. Η καθολική μάλιστα αναγνώριση της αρχής αυτής βασίζεται στην ανάγκη η σύμβαση, ως νομικό εργαλείο, να αναγορευθεί σε βασικό όργανο συνεργασίας μεταξύ ιδιωτών ή κρατών για την επίτευξη ωφέλιμων για την κοινωνία σκοπών.
Ο αντίλογος όμως είναι και αυτός βάσιμος: η δυνατότητα αποκλίσεως από την αρχή, ιδίως σε περιπτώσεις παρατεταμένης κρίσης, μπορεί να θεωρηθεί ότι τελικώς προάγει την ασφάλεια των συναλλαγών και συνεπώς την οικονομία στο σύνολό της. Μήπως επομένως υπό αυτές τις συνθήκες η αναπροσαρμογή ή ακόμη και η λύση μιας σύμβασης καταλήγει εν τέλει στο να πλήττεται σε λιγότερο βαθμό η σταθερότητα των συναλλαγών;
Ηαλήθεια, όπως συνήθως συμβαίνει, βρίσκεται κάπου στη μέση.
Οι κανόνες αυτοί από μόνοι τους δεν ωφελούν αλλά μάλλον βλάπτουν τον απλό δανειολήπτη στο όνομα της διάσωσης του μεγάλου και ισχυρού μέχρι χθες δανειστή. Χωρίς δηλαδή περαιτέρω έλεγχο και πειθαρχία των παικτών της αγοράς οι κανόνες αυτοί δεν είναι πανάκεια. Οπως τίποτε στη συναλλακτική ζωή.
Το Δίκαιο της Κρίσης, όχι μόνον υπό τον μανδύα λ.χ. της απρόοπτης μεταβολής συνθηκών του Αστικού Κώδικα, συνδιαμορφούται, κατά συνέπεια, στις μέρες μας αναλόγως της έκτασης και των χαρακτηριστικών της κρίσης.
Η αποτίμηση του μηχανισμού PSI φαίνεται πως οδηγεί σε παρόμοιους προβληματισμούς, με αλλαγή κλίμακας, αφού από το τραπεζικό ίδρυμα μεταφερόμαστε στο κράτος. Η αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους χωρίς συμμετοχή ιδιωτών θα έθετε επί τάπητος τη δημιουργία και κωδικοποίηση του Δικαίου Κρατικών Χρεοκοπιών και του Διεθνούς Πτωχευτικού Κώδικα, αντιστοίχως. Με τη χρήση του νομικού εργαλείου της συμφωνίας μεταξύ των μερών (ιδιωτών-πιστωτών και κράτους-οφειλέτη) η διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης των κρατικών ομολόγων –ακύρωση παλιών και επανέκδοση νέων με ονομαστική αξία μικρότερη σε σχέση με την παλαιά –γίνεται πιο εύκολα και πιο αποτελεσματικά, αφού η χρηματοδότηση του κράτους είναι άμεση.
Χωρίς όμως ασφαλές πλαίσιο και κανόνες; Και ποια η τύχη των παλαιών ομολογιούχων που συνήθως πλήττονται; Τα ερωτήματα αυτά είναι πολύ κρίσιμα και η απάντησή τους έχει απασχολήσει δικαστήρια από τις Βρυξέλλες έως τις ΗΠΑ και την Αργεντινή.
Τα νομικά εργαλεία ίσως εν προκειμένω περιέπλεξαν τις υποθέσεις, δίνοντας βάσιμα επιχειρήματα τόσο σε δυνατούς όσο και αδυνάτους διαπραγματευτικά να ισχυριστούν ότι η κατάταξη των δανειστών, παλαιών και νέων, θα πρέπει να είναι ισότιμη και η ικανοποίηση σύμμετρη (αυτό έχει υποστηρίξει και στη χώρα μας το ΣτΕ) ή και το αντίθετο, βάσει σύμβασης, με διάφορους νομικούς όρους, που προβλέπουν τη μη ίση αποπληρωμή των χρεών, σε περίπτωση λ.χ. πτώχευσης ή όταν δεν συμμετέχουν όλοι οι ομολογιούχοι σε μια αναδιάρθωση.
Επικράτησε μάλιστα στο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των ΗΠΑ η τελευταία άποψη, με αποτέλεσμα μια μικρή ομάδα πιστωτών να μπορεί να εμποδίσει την αναδιάρθρωση κρατικών χρεών, με σκοπό το ίδιον όφελος. Το όφελος αυτό εύκολα αποκομίζουν πιστωτές κάτοχοι των ομολόγων, σε χρονικό σημείο αγοράς τους μεταγενέστερο της έκδοσης και επέλευσης του πιστωτικού γεγονότος.
Η λύση και πάλι επιδιώχθηκε στο επίπεδο της υποχρεωτικότητας της συμφωνίας, με την αρχή της pacta sund servanda. Επιδιώχθηκε να δοθεί έτσι συμβατική νομική ισχύ στις αποφάσεις της ενισχυμένης πλειοψηφίας των πιστωτών, σε μια προσπάθεια να εξευρεθεί η μέση λύση: έγινε η νομική εφεύρεση των συμφωνιών της συλλογικής δράσης των πιστωτών. Οι συμφωνίες αυτές ορίζουν τους κανόνες εκπροσώπησης των δανειστών απέναντι στο κράτος και καθιστούν δεσμευτικά για όλους τους πιστωτές τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων.
Αντίλογος υπήρξε και εδώ, και ήταν ισχυρός νομικά: Η αναδρομική εισαγωγή διατάξεων που αλλάζουν όρους δανειακών συμβάσεων και περιορίζουν τα δικαιώματα κάποιων είναι νόμιμη;
Το ερώτημα που αντιμετωπίσαμε για το ζήτημα του bail-in επανέρχεται συνεπώς και στην περίπτωση του PSI και της αποτελεσματικής υλοποίησής του και αφορά τη δυνατότητα αποκλίσεως από την αρχή pacta sund servanda, ιδίως σε περιπτώσεις παρατεταμένης κρίσης.
Το Δίκαιο της Κρίσης, με τα νέα παγκοσμιοποιημένα χαρακτηριστικά της, ως κλάδος του οικονομικού δικαίου καθίσταται πλέον γεγονός, εξαναγκάζοντας τον νομοθέτη για μια ακόμα φορά να τρέξει, φοβούμαι, πίσω από τα γεγονότα.
H κυρία Αγγέλικα Γκούσκου είναι διδάκτωρ Νομικής – δικηγόρος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ