Ενα Φεστιβάλ που να σκέφτεται παγκόσμια και να δρα τοπικά. Που να λειτουργεί ως πόλος έλξης ξένων επισκεπτών, ερευνητών και συνομιλητών. Ενα εργοτάξιο ιδεών. Μια πλατφόρμα διαλόγου που να μας εκθέτει σε νέους τρόπους θέασης του κόσμου. Ενας χώρος πρωτογενούς παραγωγής και έρευνας που θα ενθαρρύνει τη συνάντηση όλων των μορφών τέχνης. Που θα εξασφαλίζει στους καλλιτέχνες την ελευθερία να πειραματίζονται, απαλλαγμένοι από το άγχος της «εμπορικότητας». Ενα Φεστιβάλ, τέλος, που θα αφουγκράζεται το παρόν αλλά θα φροντίζει για το μέλλον, εκπαιδεύοντας τους μελλοντικούς θεατές του από τα γεννοφάσκια τους.
Αυτές είναι μερικές από τις ενδιαφέρουσες προτάσεις που κατατέθηκαν την περασμένη Τετάρτη το απόγευμα στον κήπο της Πειραιώς 260, εκεί όπου συναντήθηκαν για μια δημόσια συζήτηση εκπρόσωποι της πολιτιστικής ζωής της χώρας και του εξωτερικού: ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου (πρωτοβουλία του οποίου ήταν η εν λόγω συνάντηση με τίτλο «Τι Φεστιβάλ θέλουμε;»), ο Σάββας Πατσαλίδης, καθηγητής Θεατρολογίας στο ΑΠΘ, ο οποίος έκανε και τη βασική εισήγηση, η Κατερίνα Κοσκινά, διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, αναπληρώτρια γενική διευθύντρια της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, η Βίκυ Μαραγκοπούλου, πρώην διευθύντρια του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, ο Γιάννης Σβώλος, μουσικοκριτικός, η Ολγα Ταξίδου, διευθύντρια εκπαιδευτικών δράσεων του Φεστιβάλ Εδιμβούργου και καθηγήτρια Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, ο Ματίας φον Χαρτς, διευθυντής του Θερινού Φεστιβάλ Βερολίνου και σύμβουλος του Φεστιβάλ Αθηνών για τις διεθνείς παραγωγές.
Διαφορετικές συγγένειες
Αν τα ευρωπαϊκά φεστιβάλ του παρελθόντος, όσα θεσπίστηκαν μετά τον Α’ ή τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν ως στόχο να προβάλουν την εθνική κληρονομιά και τα κλασικά κείμενα για να επιφέρουν τη συσπείρωση των αποπροσανατολισμένων πολιτών και την επούλωση των τραυματισμένων συνειδήσεών τους, τα σημερινά φεστιβάλ, όπως τόνισε ο Σάββας Πατσαλίδης, βρίσκονται αντιμέτωπα με τις αντίθετες προκλήσεις: την αφομοίωση της διαφορετικότητας, την ενίσχυση της πολυσυλλεκτικότητας, τη δημιουργία ενός «στέρεου μετώπου ανομοιοτήτων». Ενα σύγχρονο φεστιβάλ δεν μπορεί να εξασφαλίζει μόνο το εθνικό παρόν· οφείλει να αφουγκράζεται το διεθνές καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, να ανοίγει διάλογο και να σφυρηλατεί νέες συγγένειες.
Είναι ομολογουμένως δύσκολο το έργο αυτό. Οπως επεσήμανε ο ίδιος ομιλητής, στην εποχή μας έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους θέτει η λογική της «ευπώλητης ομογενοποίησης»: η μανία ανακύκλωσης των τελευταίων τάσεων και η εξάρτηση των διοργανώσεων από μεγάλα «ονόματα» που θα προσδώσουν λάμψη με οποιοδήποτε τίμημα. Μπλεγμένοι σε μια κούρσα ενάντια στον χρόνο, οι καλλιτέχνες τρέχουν από το ένα φεστιβάλ στο άλλο –γι’ αυτό και τους αποκαλούν «airport artists»! –χωρίς να δίνουν στον εαυτό τους χρόνο να μελετήσουν, να πειραματιστούν, να αφομοιώσουν τα ερεθίσματα γύρω τους. Επιδίδονται σε μια ακατάσχετη μίμηση, σε ένα καλλιτεχνικό copy/paste, σε μια «απενοχοποιημένη αντιγραφή», η οποία –ω, τι έκπληξη! –δεν ξαφνιάζει κανέναν.
Ο αιφνιδιασμός των θεατών
Το Φεστιβάλ που ονειρευόμαστε όμως αρνείται τους παθητικούς μιμητές προτύπων και εμψυχώνει τους καλλιτέχνες που γεννούν το «δημιουργικά απρόβλεπτο». Το φεστιβάλ αυτό οφείλει να προκαλεί τη ρουτίνα του κόσμου και να αιφνιδιάζει τους θεατές. Να τους πείθει ότι οι παραστάσεις εκπορεύονται από το εργοτάξιο του δικού τους χωροχρόνου. «Η πραγματικότητα είναι πλέον η πρωτοπορία» επέμεινε ο κ. Πατσαλίδης σε μία από τις πιο εύστοχες διατυπώσεις της βραδιάς. Και οφείλουμε όλοι, καλλιτέχνες, κοινό και διοργανωτές, να τη λάβουμε υπόψη μας και να την αναδείξουμε, ο καθένας από το πόστο του.
Την ανάγκη να αντικατοπτριστεί στο Φεστιβάλ όχι μόνο η Αθήνα όπως τη φαντασιώνονται οι ξένοι αλλά και η Αθήνα όπως τη βιώνουν οι Αθηναίοι εν μέσω κρίσης επεσήμανε η Βίκυ Μαραγκοπούλου στη δική της εισήγηση. Τόνισε επίσης την αξία μιας πολιτιστικής πολιτικής που δεν θα δέχεται παρεμβάσεις στο έργο της και που θα βασίζεται σε ξεκάθαρο νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο έτσι ώστε να μη συμβαίνουν τόσο συχνά «ατυχήματα» και «λάθη».
Την ελληνική ταυτότητα του Φεστιβάλ προέταξε ως αίτημα η Κατερίνα Κοσκινά, η οποία επεσήμανε πως μια θεματική με άξονα τη Μεσόγειο θα μπορούσε να παράξει ιδιαίτερα γόνιμα αποτελέσματα. Μίλησε επίσης για τη σημασία αναβάθμισης των εικαστικών τεχνών, οι οποίες δεν θα συμπληρώνουν απλώς διακοσμητικά την «εικόνα» αλλά θα διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο μέσα στο πλαίσιο συμπαραγωγών. Τα όρια ανάμεσα στις παραστατικές και στις αναπαραστατικές τέχνες είναι πλέον πολύ ρευστά, άλλωστε, όπως κατέστησε φανερό η Μαρίνα Αμπράμοβιτς με το «As One».
Οι τοπικές κοινότητες
Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε κάτι κρίσιμο, όπως επεσήμανε η Αφροδίτη Παναγιωτάκου: το Φεστιβάλ δεν υπάρχει ξεκομμένο από την ευρύτερη ελληνική καλλιτεχνική παραγωγή αλλά ανήκει και αυτό στο ίδιο «πολιτιστικό και κοινωνικό οικοσύστημα». Η κυρία Παναγιωτάκου μίλησε ακόμη για αξιοπιστία και συνέχεια, μακροπρόθεσμους στόχους («τι Φεστιβάλ θέλουμε σε πέντε χρόνια;»), συμπαραγωγές με ισότιμες σχέσεις των συμμετεχόντων. Αν υπάρχει ένας τομέας, τέλος, στον οποίο υστερεί το υπάρχον Φεστιβάλ είναι ότι «δεν εμπλέκει τις κοινότητες, τις γειτονιές». Γιατί δεν έχει αναπτυχθεί μια μικροκοινότητα (από εστιατόρια, μπαρ κ.ο.κ.) γύρω από την Πειραιώς 260; Ενα Φεστιβάλ που θα δίνει ζωή στην πόλη συνολικά είναι εν τέλει ζωτικό ζητούμενο.
Την έλλειψη στήριξης της κλασικής μουσικής τόνισε στη δική του εισήγηση ο Γιάννης Σβώλος, ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία να αντιμετωπιστεί αυτό το είδος μουσικής «το ίδιο τολμηρά όσο αντιμετωπίζονται το θέατρο και ο χορός».
Το κοινό τού αύριο
Την πολύτιμη εμπειρία που έχει αποκομίσει από τη συνεργασία της με το Φεστιβάλ Εδιμβούργου μετέφερε στους παρευρισκομένους η Ολγα Ταξίδου. Ανέδειξε τη σημασία της εκπαιδευτικής διάστασης μιας τέτοιας διοργάνωσης, που οφείλει να θέτει ως στόχο, μεταξύ άλλων, τη γαλούχηση του γενικού κοινού από νεαρή ηλικία. Ανέφερε χαρακτηριστικά την περίπτωση της δημοτικής χορωδίας του Εδιμβούργου, που είναι ανοιχτή σε όλους τους πολίτες και συναντιέται σε εβδομαδιαία βάση καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου για να ενταχθεί το καλοκαίρι σε κάποια παράσταση όπερας ή συναυλία κλασικής μουσικής του Φεστιβάλ. Καλλιτέχνες επισκέπτονται τα σχολεία και εκπαιδεύουν νέα παιδιά στη μουσική, στον χορό ή ακόμη και στην τέχνη της… κριτικής: στο πλαίσιο του Young Critics’ Award οι μαθητές γράφουν κριτικές για παραστάσεις του Φεστιβάλ οι οποίες μετά δημοσιεύονται σε τοπικές εφημερίδες.
Η «εξαγωγή» καλλιτεχνών
Ενα φεστιβάλ είναι: α) μια γιορτή, β) ένα πλαίσιο ανάδειξης του ασυνήθιστου (extraordinary) και γ) μια συνάντηση, σύμφωνα με τον Γερμανό Ματίας φον Χαρτς. Οφείλει να εξασφαλίζει έναν χώρο ελευθερίας και πειραματισμού, όπου επιχειρώνται τα πιο απίθανα πρότζεκτ, όπως αυτό της ομάδας Forced Entertainment, οι οποίοι παρουσίασαν πέρυσι στο Βερολίνο και τα 36 έργα του Σαίξπηρ (ένα τόλμημα αδιανόητο σε εξωφεστιβαλικές συνθήκες). «Τα πάντα είναι πιθανά σε ένα φεστιβάλ» διακήρυξε αισιόδοξα ο νέος συνεργάτης του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Και το φεστιβάλ που θα θέλαμε να έχουμε είναι ακριβώς αυτό που μπορεί να εξασφαλίζει μια τέτοιου είδους ελευθερία σε όλους τους συμμετέχοντες.
Ενα φεστιβάλ είναι: α) μια γιορτή, β) ένα πλαίσιο ανάδειξης του ασυνήθιστου (extraordinary) και γ) μια συνάντηση, σύμφωνα με τον Γερμανό Ματίας φον Χαρτς. Οφείλει να εξασφαλίζει έναν χώρο ελευθερίας και πειραματισμού, όπου επιχειρώνται τα πιο απίθανα πρότζεκτ, όπως αυτό της ομάδας Forced Entertainment, οι οποίοι παρουσίασαν πέρυσι στο Βερολίνο και τα 36 έργα του Σαίξπηρ (ένα τόλμημα αδιανόητο σε εξωφεστιβαλικές συνθήκες). «Τα πάντα είναι πιθανά σε ένα φεστιβάλ» διακήρυξε αισιόδοξα ο νέος συνεργάτης του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Και το φεστιβάλ που θα θέλαμε να έχουμε είναι ακριβώς αυτό που μπορεί να εξασφαλίζει μια τέτοιου είδους ελευθερία σε όλους τους συμμετέχοντες.
Το εξαιρετικά σημαντικό κεφάλαιο της «εξαγωγής» ελλήνων καλλιτεχνών στο εξωτερικό («δεν έχουν ιδέα τι κάνουμε» σχολίασε κάποιος από τους παρευρισκομένους) θίχτηκε λίγο πριν από το τέλος της συζήτησης της περασμένης Τετάρτης. Πώς μπορούμε να στέλνουμε έξω τις πιο αξιόλογες ελληνικές δουλειές σε συστηματική βάση και πώς μπορούμε να καλούμε εκπροσώπους ξένων διοργανώσεων που θα «αγοράζουν» ό,τι τους συγκινεί, όπως περίπου το έθεσε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, που έδειξε να τον απασχολεί ιδιαίτερα το ζήτημα.
Δυστυχώς υπάρχει ένα τεράστιο πρακτικό εμπόδιο, επεσήμανε ο Σάββας Πατσαλίδης, ορμώμενος από την εμπειρία του: «Δεν αποθηκεύονται οι παραστάσεις» είπε χαρακτηριστικά και είναι δύσκολο να δημιουργήσεις ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα από τη στιγμή που οι θίασοι «λύνονται» μετά το πέρας του κύκλου παραστάσεων και καθίσταται σχεδόν αδύνατο να συναρμολογηθεί εκ νέου (προκειμένου να ταξιδέψει) μια δουλειά όταν αυτή έχει πλέον ολοκληρώσει την πορεία της σε μια σκηνή της χώρας. Το πώς θα αντιμετωπιστεί αυτό το πρακτικό πρόβλημα συνιστά τελικά μία από τις εξαιρετικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στη νέα, εξωστρεφή, τροχιά του.
ΙΔΕΕΣ
Το Φεστιβάλ που ονειρευόμαστε αρνείται τους παθητικούς μιμητές προτύπων και εμψυχώνει τους καλλιτέχνες που γεννούν το «δημιουργικά απρόβλεπτο». Το Φεστιβάλ αυτό οφείλει να προκαλεί τη ρουτίνα του κόσμου και να αιφνιδιάζει τους θεατές. Να τους πείθει ότι οι παραστάσεις εκπορεύονται από το εργοτάξιο του δικού τους χωροχρόνου. «Η πραγματικότητα είναι πλέον η πρωτοπορία» επέμεινε ο κ. Πατσαλίδης σε μία από τις πιο εύστοχες διατυπώσεις της βραδιάς.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ