Μετά τον «αναγκαστικό συμβιβασμό» που η Ιστορία θα κρίνει εάν υπήρξε και «ιστορικός», ο Αλέξης Τσίπρας κατά τη «νέα περίοδο» μιας παλαιάς θητείας στην πολιτική, εκτός από την υπεσχημένη «ανασυγκρότηση» της χώρας υπό το αντιφατικό (στον καπιταλισμό) πρόσημο «δίκαιη ανάπτυξη», μια άλλη προτεραιότητα οφείλει να θέσει, η οποία εξαρτάται από το περίφημο αλτουσεριανό ερώτημα: «πώς γίνεται να αρχίσει κανείς από το τίποτα;».
Και την προτροπή αυτή να την εννοήσει εν γνώσει τού ότι: α) δεν υπάρχει η λεγόμενη «αρχή» β) το «τίποτα» είναι ήδη «πολλά», τόσο για τη γούνα της κυβερνώσας Αριστεράς όσο και για την κουρελού των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης.
Οπότε, και η προγραμματική συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα τις προάλλες στην «Εφημερίδα των Συντακτών» εγγράφεται κάτω από αυτή την προβληματική ενός «τίποτα» από το οποίο οφείλει κάνεις να αρχίσει και που, κατά τη γνώμη μου, σε αυτή την αυτοπαγιδευμένη χώρα δεν θα το μπορέσει. Ο Αλτουσέρ, που φαντασίωνε την ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος αρχίζοντας από το «τίποτα», παραδέχτηκε ότι «είχε την ψευδαίσθηση πως δεν ανέπτυσσε τίποτα περισσότερο από ένα δικό του παραλήρημα». Ο Τσίπρας, αυταπατώμενος, την έχει; Θέλω να πω, στις αυταπάτες του περί αλλαγής δεν προσθέτει άραγε και τις αυταπάτες του περί «παράλληλης» αντι-μνημονιακής πορείας;
Στην Εισαγωγή του έργου του Αλτουσέρ «Ο Μακιαβέλι και εμείς», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «νήσος», ο Γ. Φουρτούνης αναλύοντας το επερχόμενο «πάντοτε – ήδη» της σκέψης του Αλτουσέρ, εξηγώντας δηλαδή, την πάντοτε – ήδη αινιγματική του χρονικότητα, θα μπορούσε παρεκβατικά να σχολιάσει και την πρωτόλεια όσο και σύνθετη πολιτική σκέψη του Τσίπρα, όπου όλα (ιστορικοί και αναγκαίοι συμβιβασμοί, αυταπάτες, ιδεοληψίες, ελπίδες και τακτικισμοί) υποδηλώνουν μια τομή στον πολιτικό του χρόνο, και όπου η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι κιόλας εδώ, χωρίς να είναι.
Αυτή νομίζω είναι η σκέψη του αλτουσεριανού –malgré lui –Πρωθυπουργού: ότι εάντο παρελθόν δεν περιέχει ήδη το «Πράγμα» (έστω την αλλαγή), εάν δηλαδή δεν το προετοιμάσει, τότε «αυτό επιβάλλει υποχρεωτικά τον εαυτό του». Το θέμα είναι πότε, δεδομένου ότι η χρονικότητα (η συγκυρία) είναι αινιγματική.

Θα μπορούσε όμως μια τέτοια, αλτουσεριανής κοπής, σκοπιμότητα να είναι δίκαιη και συγχρόνως αναπτυξιακή; Διότι το καινοτόμο «Πράγμα» στον Αλτουσέρ, κατά τη στιγμή της ανάδυσής του και με όλες τις επιμέρους όψεις του, συνίσταται σε αυτό που η ελληνική κοινωνία χρειάζεται όχι για να ξεκινήσει από την αρχή, αλλά για να πιστέψει ότι ξεκινά. Και δημοσκοπικά μιλώντας, σε επίπεδο εμπιστοσύνης, ο Τσίπρας δυστυχώς απέτυχε.

Αυτόν όμως τον προσδιορισμό του αδιανόητου «νέου», η «μοναξιά της υποκειμενικότητας» του γράφοντος δεν μπορεί να τον διανοηθεί. Ο γράφων βέβαια θα όφειλε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του «νέου», μια που και ο ίδιος είναι συνθήκη της δικής του ανάδυσης. Φτάνει όμως το «νέο» να είναι νέο. Και κυρίως, ο εγκαλών γι’ αυτή τη συγκρότηση να μην είναι μόνον ο Τσίπρας αλλά και η κοινωνία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ