Η επίσκεψη του Νίκου Κοτζιά στα Τίρανα, όπου την Τρίτη 7 Ιουνίου θα συναντηθεί και με τον Πρωθυπουργό Έντι Ράμα, κατέδειξε πριν από όλα ότι η συνεννόηση με την Αλβανία με σκοπό την επίλυση των ζητημάτων που απασχολούν τις διμερείς σχέσεις θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Η στοχευμένη επικοινωνιακή πολιτική περί μίας πρότασης – πακέτου δεν συνιστά πανάκεια και αυτό η Αθήνα θα πρέπει να το γνωρίζει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να επιδιωχθεί να… σπάσει η στασιμότητα στις διμερείς σχέσεις.
Το προκλητικό επεισόδιο με τη συγκέντρωση Τσάμηδων μπροστά στο υπουργείο Εξωτερικών στα Τίρανα (με τον πρόεδρο του κόμματος PDIU Στέτιμ Ιντρίζι να δίνει επίσης το «παρών») πριν ο κ. Κοτζιάς συναντηθεί με τον αλβανό ομόλογό του Ντίτμιρ Μπουσάτι δεν είναι παρά ένα επεισόδιο. Το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται όμως αλλού και ίσως να μην επαρκεί ένας «οδικός χάρτης» ή η δημιουργία ενός κοινού μηχανισμού για να ξεπεραστεί.
Η Αθήνα θεωρεί ότι ως η πρώτη βαλκανική χώρα που έγινε μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αλλά και ως εκείνη που εργάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για την ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, διαθέτει μοχλούς πίεσης προς την αλβανική ηγεσία. Σύμφωνα με έμπειρους παρατηρητές των ελληνοαλβανικών σχέσεων, αυτό ίσως δεν είναι αρκετό, όπως δεν πρέπει να θεωρούνται επαρκείς οι κατευναστικές δηλώσεις του κ. Μπουσάτι ότι «δεν είναι προς το συμφέρον
της Αλβανίας να μην έχει καλές σχέσεις με την Ελλάδα την οποία θεωρεί στρατηγικό της εταίρο».
Το μείζον θέμα που έχει ανακύψει ξεπερνά τη Συμφωνία για τις Θαλάσσιες Ζώνες, το εμπόλεμο και τους Τσάμηδες. Αφορά στην αντίληψη που έχει διαμορφωθεί στην αλβανική ελίτ ότι στην παρούσα φάση βρίσκεται σε ισχυρότερη θέση από την Ελλάδα της κρίσης. Ο κοινός μηχανισμός, που σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις ενδέχεται να στηρίζεται σε πολιτικές διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο υπουργείων Εξωτερικών, προβλέπεται κατά κάποιο τρόπο από το υπάρχον Σύμφωνο Φιλίας του 1996. Απλώς, ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε.
Ωστόσο, μείζον είναι το ερώτημα αν η Αθήνα μπορεί να εμπιστευθεί τον Έντι Ράμα. Όσα είπε ο αλβανός Πρωθυπουργός σε εκδήλωση του Κόμματος PDIU των Τσάμηδων, το οποίο δεν πρέπει να λησμονείται ότι συμμετέχει στην κυβέρνησή του με παρουσία υφυπουργών, δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα και υποχρέωσαν το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών να απαντήσει με ανακοίνωση, ενώ μερικές ημέρες νωρίτερα είχε αρκεστεί σε άνευρες διαρροές αδιευκρίνιστων «κύκλων».
Ο κ. Ράμα μίλησε για την ανάγκη δικαιοσύνης στο Τσάμικο και επεσήμανε ότι αναμένει οι δύο χώρες να καθίσουν να συζητήσουν τόσο για τον νόμο του εμπολέμου όσο και για τους Τσάμηδες. «Τώρα, οι Έλληνες δεν φεύγουν πια από το τραπέζι» φέρεται να είπε. Μίλησε δε για έναν σύγχρονο πατριωτισμό των Αλβανών που παραμένουν χωρισμένοι σε πολλά εδάφη, αναφέρθηκε ακόμη και στους Αλβανούς ως μετανάστες σε άλλες χώρες. Τα λόγια του κ. Ράμα συνιστούν ένδειξη ότι ο αλβανικός εθνικισμός ακόμη αναζητεί την τελική του μορφή.