Ταξιδεύοντας σε σύντομο χρονικό διάστημα διαδοχικά στο Λας Βέγκας και στην Πιονγκγιάνγκ ο δοκιμιογράφος και συγγραφέας Πίκο Αϊερ παρατηρεί το αστικό τοπίο. Του φαίνεται συναρπαστικό, αλλά κενό ανθρώπων. Στην αμερικανική πρωτεύουσα του τζόγου διακρίνει ένα αντίγραφο του πύργου του Αϊφελ, μια γυάλινη πυραμίδα, μια απομίμηση λιμνοθάλασσας της Βενετίας. Στην πρωτεύουσα της Βόρειας Κορέας βλέπει μια Αψίδα του Θριάμβου μεγαλύτερη από εκείνη του Παρισιού, το υψηλότερο ξενοδοχείο στον κόσμο, το οποίο μάλιστα έχει σχήμα πυραύλου, ουρανοξύστες βγαλμένους από κατασκευές Lego. Και οι δύο πόλεις, σημειώνει, είναι τέκνα του πνεύματος των μέσων του 20ού αιώνα, όπου εξουσία και κέρδος αντικατοπτρίζονταν στην κατασκευή μαζικών φαντασιώσεων εκ του μηδενός –της αδιάντροπης αφθονίας του καπιταλισμού εδώ, του μνημειώδους φόρου τιμής στη σταλινική κτηνωδία εκεί.

Περπατώντας σήμερα στη χλόη των πάρκων τους, γράφει στο τελευταίο τεύχος του «New York Review of Books», οι άνθρωποι μοιάζουν «με φιγούρες από αρχιτεκτονικά μοντέλα, τόσο σκηνοθετημένες και φορμαλιστικές φαίνονταν συχνά οι κινήσεις τους». Η ματιά του Αϊερ, αν και ξεστρατίζει στη συνέχεια προς τη σύγκριση των διαφορετικών εκδοχών οφθαλμαπάτης που πωλούν στους επισκέπτες τους Λας Βέγκας και Πιονγκγιάνγκ, θυμίζει σε αυτό το σημείο τις παλαιότερες διαπιστώσεις του Λιούις Μάμφορντ (1895-1990). Σε ένα από τα πιο διάσημα κεφάλαια του βιβλίου του «The City in History» o αμερικανός ιστορικός και φιλόσοφος της τεχνολογίας θρηνούσε τη μετατροπή του σύγχρονου δυτικού άστεως «από μητρόπολη σε νεκρόπολη». Οι αυτοκινητόδρομοι, υποστήριζε, είχαν ξεκοιλιάσει τις μεγαλουπόλεις ακυρώνοντας τη λειτουργία τους ως κοινοτήτων συνάντησης ανθρώπων και μετατρέποντάς τες σε απλές διόδους, κενές ουσιαστικά χώρων για τους ίδιους τους κατοίκους τους. Το επιχείρημα ήταν ακραίο και προκλητικό, φυσικά, προκειμένου να τονίσει το πρόβλημα της μετάλλαξης του αστικού ιστού και το ερώτημα για τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις μιας τέτοιας εξέλιξης.

Παρ’ όλα αυτά, η τρέχουσα κατάσταση των μεγάλων δυτικών μητροπόλεων (ή των ανά τον κόσμο αντιγράφων τους), συχνά γερασμένων σε κτιριακές υποδομές, φορτωμένων με γκέτο που φυλακίζουν εσωτερικούς ή εξωτερικούς μετανάστες, επικεντρωμένων σε έργα ανάπλασης που εξωραΐζουν συνοικίες εξορίζοντας αναγκαστικά τους φτωχότερους χάριν των ευπορότερων που πρόθυμα πληρώνουν ακριβά ενοίκια (gentrification), καθιστά ακόμη επίκαιρο το αίτημα του Μάμφορντ. Αυτό μιας «οργανικής πόλης», όπου η τεχνολογική καινοτομία δεν επιβάλλεται ως υπέρτερη αξία στις ανθρώπινες ανάγκες αλλά αναπτύσσεται σε ισορροπία με την κουλτούρα προς όφελος του άστεως.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ