Από τον Πέρσι Μπις Σέλεϊ και τον Σάμιουελ Κόλεριτζ ως την Τζορτζ Ελιοτ και τον Τζόζεφ Κόνραντ, το «Blackwood’s Magazine» του Εδιμβούργου λειτούργησε για περισσότερο από ενάμιση αιώνα ως «ξενοδοχείο» μερικών από τα μεγαλύτερα ονόματα της βρετανικής λογοτεχνίας.

Χωρίς διακρίσεις μεταξύ υψηλής και λαϊκής κουλτούρας ή ειδολογική περιφρόνηση, υπήρξε πολυσυλλεκτικός θεσμός: χαρακτηριστικό παράδειγμα η δημοσίευση πριν από ακριβώς 100 χρόνια, στα τεύχη Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 1915, ενός από τα αρχετυπικότερα κείμενα του spy novel.

«Τα 39 σκαλοπάτια» του Τζον Μπιούκαν (1875-1940) υπήρξαν τόσο δημοφιλή ώστε να εκδοθούν άμεσα σε βιβλίο, να καταβροχθίζονται από τους άγγλους στρατιώτες στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και να αποτελέσουν ιδανικό ανάγνωσμα για μετέπειτα ηρωικές φιγούρες τόσο της αντικατασκοπίας όσο και της λογοτεχνίας –τον Ιαν Φλέμινγκ, για παράδειγμα.

Διόλου παράξενο, μια και το κείμενο που ο σκωτσέζος πολιτικός, διπλωμάτης και συγγραφέας έγραψε καθηλωμένος στο κρεβάτι από έλκος του δωδεκαδακτύλου τους πρώτους μήνες του Μεγάλου Πολέμου βασιζόταν από τη μια στον φόβο της εισβολής που είχε κυριεύσει τη βρετανική κοινωνία την προηγούμενη δεκαετία και από την άλλη στον ακατάβλητο ήρωα-υπερασπιστή της αυτοκρατορίας που τα έβαζε επιτυχώς με θεούς και δαίμονες προκειμένου να την προστατέψει.
Ο Ρίτσαρντ Χάνεϊ αντιμάχεται γερμανούς κατασκόπους, μεταμφιέζεται, παρακολουθεί, ερευνά, πιάνεται αιχμάλωτος, δραπετεύει –αριστεύει, με άλλα λόγια, σε όλες εκείνες τις δραστηριότητες για τις οποίες αργότερα θα γινόταν παγκόσμια γνωστός ο επίγονός του πλωτάρχης Μποντ, Τζέιμς Μποντ. Ο ίδιος ο Μπιούκαν έγραφε ότι επρόκειτο για ένα ηθελημένα τραβηγμένο «shocker», αυτό που αργότερα επικράτησε να ονομάζεται «θρίλερ»: μια αφήγηση όπου «τα γεγονότα αψηφούν τις πιθανότητες και βαδίζουν σύρριζα στα όρια του πιθανού».

Στη βάση του ορισμού του, τα «39 σκαλοπάτια» είναι πιο κοντά στο ύφος μετέπειτα συγγραφέων όπως ο Φρέντερικ Φόρσαϊθ, ο Ζεράρ ντε Βιλιέ ή ο Τομ Κλάνσι, λάτρεις larger than life πλοκής και χαρακτήρων, παρά στην πιο μετρημένη παράδοση του Τζον Λε Καρέ ή του Γκράχαμ Γκριν, όπου όλα δίνονται με το σταγονόμετρο της ακρίβειας. Αυτό είναι και το στοιχείο που έδωσε την ώθηση στο βιβλίο για την πολλαπλή κινηματογραφική του καριέρα (1935, 1959, 1978, συν μια τηλεταινία του 2008).

Η γνωστότερη στους σινεφίλ βερσιόν είναι ίσως εκείνη του 1935, σκηνοθετημένη από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, αν και η πιστότερη στο κείμενο εκδοχή θεωρείται αυτή του 1978 με πρωταγωνιστή τον Ιησού της Ναζαρέτ Ρόμπερτ Πάουελ. Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να μην υποψιαστεί ότι στην επεξεργασία αυτού του μυθιστορήματος οφείλει το χιτσκοκικό έργο μια από τις διασημότερες σκηνές του και παράλληλα ο κινηματογράφος μία από τις εμβληματικότερες εικόνες του: στα «39 σκαλοπάτια» ο Ρίτσαρντ Χάνεϊ τρέχει προσπαθώντας να αποφύγει ένα ανιχνευτικό που τον κυνηγά από αέρος – όπως ακριβώς ο Κάρι Γκραντ στη θρυλική σεκάνς στη «Σκιά των τεσσάρων γιγάντων».

HeliosPlus