Μετά το δημοψήφισμα και τις παλινωδίες της ελληνικής κυβέρνησης, η Ευρωπαϊκή Ενωση αντιμετώπισε, μαζί με τις εντονότατες αντιδράσεις των άλλων κυβερνήσεων, ένα καίριο δίλημμα. Αν υπέκυπτε στις ελληνικές απαιτήσεις, θα διακινδύνευε την αξιοπιστία του ευρώ, θα προκαλούσε την αγανάκτηση των φορολογουμένων όλων των άλλων χωρών και θα ενίσχυε τα κόμματα του ευρωσκεπτικισμού –ακροδεξιά και δεξιά στις βόρειες χώρες, ακροδεξιά και αριστερά στις νότιες. Με αυτά τα κόμματα να διεκδικούν την εξουσία και το ευρώ κλονισμένο, θα ήταν αναπόφευκτη η συρρίκνωση της ευρωζώνης και της Ευρώπης. Αν πάλι η Ενωση επέβαλλε στην Ελλάδα ένα υφεσιογόνο πρόγραμμα χρηματοδότησης, θα διακινδύνευε σε λίγους μήνες Grexit και νέα νομισματική κρίση. Ωστόσο ένα τέτοιο πρόγραμμα επέβαλε τελικά: ένα σκληρότατο Μνημόνιο που θα αποτύχει, εκτός αν η Ελλάδα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις τάχιστα, απαιτήσει αναδιάρθρωση του χρέους και την πετύχει αμέσως. Πράγματα αδύνατα, άρα αδιέξοδο, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους· στις επεξηγήσεις θα επανέλθω.
Η «λύση» του νέου Μνημονίου δεν ήταν, πιστεύω, προσχεδιασμένη πολιτική –άλλο αν εμπεριέχει την πιθανότητα ρήξης και ενός ομαλού Grexit. Ηταν απλώς μια προσωρινή λύση που τα κοινοβούλια των χωρών-μελών μπορούσαν να δεχθούν και που επέτρεψε στα ευρωπαϊκά όργανα να αντιμετωπίσουν το δίλημμα διά της αναβολής, όπως συνηθίζουν. Ετσι, προσωρινώς, η Ευρωπαϊκή Ενωση απέφυγε το ανεξέλεγκτο Grexit, τον κλονισμό του ευρώ και τη μεγάλη ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών. Εξάλλου, μελλοντικώς η συμφωνία μπορεί να αναθεωρηθεί, αφήνοντας στην Ευρώπη χρόνο για λύσεις ευρύτερες, στις οποίες επίσης θα επανέλθω.
Δεν θα επαναλάβω τα ελληνικά σφάλματα που μας έφεραν σε αυτό το οικτρό τέλος. Ηδη από το 2010, άλλωστε, έχω μιλήσει για όσα οδήγησαν τη χώρα στην πτώχευση· και στους τελευταίους μήνες για όσα τελικώς την έφεραν στο νέο Μνημόνιο, με την οικονομία της σε κατάρρευση (βλ. π.χ., «Το Βήμα», 10.5 και 5.7.2015). Θα μιλήσω για τα σενάρια που διακρίνονται στον ορίζοντα.
Γιατί το ελληνικό χρέος είναι –και δεν είναι –«βιώσιμο»;
Πολλοί οικονομολόγοι, όπως άλλωστε και το ΔΝΤ, θεωρούν το χρέος μας «μη βιώσιμο»· και πιστεύουν ότι πρέπει να διαγραφεί. Πιστεύω το αντίθετο: η διαγραφή θα πλήξει για δεκαετίες την ήδη κατεστραμμένη φερεγγυότητα της χώρας και τη δυνατότητα να καθιερωθεί κάποτε ως αξιόπιστο μέλος της ευρωζώνης. Επομένως, θεωρώ προτιμότερο τον άλλον τρόπο που μπορεί να ελαφρύνει το χρέος: την αναδιάρθρωση όρων και προθεσμιών. Είναι αυτός που θα δεχόταν το ΔΝΤ και που έχει επανειλημμένως εφαρμοστεί στην ιστορία της Ευρώπης. Και με αυτόν, το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να γίνει βιώσιμο, όπως συνέβη μετά την πτώχευση του 1893 με χρέος που τότε ανερχόταν στο 134% του ΑΕΠ, όσο περίπου έφθασε το 2012.
Σήμερα, μάλιστα, το ιστορικά χαμηλότατο επιτόκιο είναι ισχυρότατο κίνητρο για μια αναδιάρθρωση με περίοδο χάριτος τουλάχιστον είκοσι ετών και παράταση χρόνου αποπληρωμής στα εξήντα τουλάχιστον χρόνια. Με αυτούς τους όρους, ακόμη και αν το χρέος υπερβαίνει τώρα το 180% του ΑΕΠ, μπορεί αύριο να είναι βιώσιμο. Αρκεί να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις που όλοι οι υπουργοί και πρωθυπουργοί μετά το 1982 θεωρούσαν απαραίτητες αλλά τρέπονταν σε φυγή μόλις έβλεπαν τα συνδικάτα στους δρόμους.
«Χρυσούς κανών» που δείχνει αν ένα χρέος είναι βιώσιμο δεν υπάρχει. Η «βιωσιμότητα» δεν εξαρτάται απλώς και μόνο από τη σχέση με το ΑΕΠ· είναι συνάρτηση πλήθους παραμέτρων, οι οποίες μάλιστα μεταβάλλονται με τη ροή του χρόνου. Και επειδή οι σημαντικές παράμετροι είναι πάμπολλες και όλες μαζί είναι άπειρες, το πρόβλημα είναι άλυτο και η «βιωσιμότητα» εξαρτάται μόνο από πιθανολογήσεις. Μπορούμε απλώς να απομονώσουμε τις σημαντικότερες παραμέτρους, να διατυπώσουμε σενάρια λίγο-πολύ αληθοφανή, και να τα κατατάξουμε σε πιθανά, λιγότερο πιθανά και απίθανα. Πριν προχωρήσω σε αυτά, όμως, ας μου επιτραπεί να δείξω ορισμένες από τις σημαντικότερες παραμέτρους βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος.
Σε ορίζοντα εβδομάδων και μηνών, πιστεύω ότι η βιωσιμότητα θα εξαρτάται κυρίως από τον κίνδυνο κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Θα αρχίσει να βελτιώνεται μόνο μετά την ανακεφαλαίωση των τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με κεφάλαια επαρκή ώστε να αρθούν το ταχύτερο οι περιορισμοί. Και αυτό όμως, με την προϋπόθεση ότι η εγγύηση της ΕΚΤ θα είναι αρκετά ισχυρή ώστε να αποκλείει για το άμεσο μέλλον κάθε πρόβλημα ρευστότητας του συστήματος. Εν συνεχεία, η βιωσιμότητα θα αυξάνεται όσο θα επανακάμπτουν στις τράπεζες οι μεγάλες και μικρές καταθέσεις που είχαν μεταφερθεί στο εξωτερικό ή αποθησαυριστεί και θα αποκλειστεί η μαύρη αγορά του ευρώ. Και πάλι, με την προϋπόθεση ότι οι τράπεζες θα διοχετεύσουν αμέσως ρευστότητα στην οικονομία και κυρίως σε επιχειρήσεις. Με λίγα λόγια, η βιωσιμότητα θα αυξάνεται στον βαθμό που ο φαύλος κύκλος της κατάρρευσης του πιστοδοτικού συστήματος θα μετατρέπεται σε αγαθό κύκλο.
Σε ορίζοντα ενός-δύο εξαμήνων, η βιωσιμότητα θα βελτιώνεται όσο θα αναδιοργανώνεται ο φορολογικός μηχανισμός και θα μειώνονται η φοροδιαφυγή και η παράνομη ιδιοποίηση του ΦΠΑ· στον βαθμό που θα εκλογικευθούν οι φορολογικοί συντελεστές, ενισχύοντας την απόδοση των φόρων· όσο θα μειώνονται και θα ιεραρχούνται οι δημόσιες δαπάνες· όσο θα αξιοποιείται η δημόσια περιουσία, αυξάνοντας την αγοραία αξία της· και ούτω καθεξής.
Σε ορίζοντα ενός-δύο ετών, τέλος, η βιωσιμότητα του χρέους θα αυξάνεται στον βαθμό που θα βελτιώνονται οι προοπτικές ενός νέου ασφαλιστικού, δημογραφικές και οικονομικές· στον βαθμό που θα αναδιοργανώνεται η Δικαιοσύνη· όσο θα περιορίζονται η πολυνομία και η γραφειοκρατία· όσο θα προσελκύονται ξένες επενδύσεις με μελετημένα κίνητρα· όσο θα ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα· στον βαθμό που θα επανακάμπτει η εμπιστοσύνη Ελλήνων και ξένων προς τη δημόσια διοίκηση και τους πολιτικούς μας· και ούτω καθεξής.
Δύο ή περισσότερα σενάρια για τα χρόνια που έρχονται;
Το πρώτο πιθανό σενάριο είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν θα αυτοκαταστραφεί. Απλώς θα μεταλλαχθεί με αργούς ρυθμούς σε μια πολιτική ένωση με νέους θεσμούς, βασισμένους στον ανθρωπιστικό της πολιτισμό, στις αρχές του κράτους δικαίου και σε ένα μετρημένο και ορθολογικό κράτος προνοίας. Το σενάριο δεν αποκλείει μια εξίσου πιθανή παραλλαγή του: μια Ευρωπαϊκή Ενωση που δεν θα περιλαμβάνει πλέον τις χώρες που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να εφαρμόσουν τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Δύο ακραία, χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα. Ενα ακόμη σενάριο διακρίνεται στους αντίποδες του πιθανού: μια Ευρώπη παραδομένη στην πλουτολατρία και στον νεοφιλελευθερισμό της ακραίας ανισότητας που δεν προχωρεί στην πολιτική ένωση αλλά στην πολυδιάσπαση, επιστρέφοντας στην παλιά της μορφή και παρασύροντας στην παρακμή όλες τις χώρες-μέλη. Το «γερμανικό μοντέλο» δεν θα μπορέσει τότε να σώσει ούτε τη συρρικνωμένη Ευρώπη ούτε βεβαίως τη Γερμανία από την οικονομική βουλιμία των γιγαντιαίων κρατών του παρόντος και του μέλλοντος, και από τους γεωπολιτικούς κινδύνους που περικυκλώνουν τη μικροσκοπική ευρωπαϊκή ήπειρο.
Το δεύτερο πιθανό σενάριο αφορά την Ελλάδα στους επόμενους μήνες. Η όποια κυβέρνηση ξαναρχίζει τις παλινωδίες· εμπλέκεται σε εκλογές και δημοψηφίσματα· δεν περνά τις βασικές μεταρρυθμίσεις, ή τις νομοθετεί για να μην τις εφαρμόσει· οι υπουργοί «διαπραγματεύονται» πάλι χωρίς μελέτες, στοιχεία και επιχειρήματα· η αντιπολίτευση εκ δεξιών και εξ αριστερών ξαναρχίζει τις ατελείωτες διαδηλώσεις και απεργίες· και η δημαγωγία παρασύρει τη χώρα ακόμη βαθύτερα στο εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Τότε η Ευρωπαϊκή Ενωση, μη έχοντας άλλη επιλογή, αφήνει την Ελλάδα στην τύχη της: στο Grexit, στη δραχμή και στο γεωπολιτικό χάος της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής –κάτι που πολλοί άφρονες εύχονται, Ελληνες και μη. Αντιθέτως, τα ευχάριστα σενάρια που αφορούν την Ελλάδα είναι και τα λιγότερο πιθανά. Το ένα στηρίζεται στην υπόθεση ότι η χώρα θα πραγματοποιήσει τις βασικές μεταρρυθμίσεις και ότι η Ευρώπη θα δεχθεί τελικώς μια ριζική αναδιάρθρωση του χρέους. Αλλά και σε μια τέτοια περίπτωση διόλου δεν αποκλείεται ένα μεταγενέστερο σενάριο: να ξανακυλήσουν οι επόμενες κυβερνήσεις στον κατήφορο της ευκολίας και η Ελλάδα να ξαναπτωχεύσει σε λίγα χρόνια. Για να μη συμβεί αυτό, χρειάζεται κάτι πολύ σημαντικότερο από οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Χρειάζεται παιδεία. Και αυτό το έργο, δυστυχώς, απαιτεί δύο τουλάχιστον γενιές για να αποδώσει.
Κυβέρνηση για ένα, τρία ή επτά χρόνια;
Ας μη γελιόμαστε. Εκλογές σε δύο-τρεις μήνες θα πλήξουν ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία μας και τη βιωσιμότητα του χρέους. Τη σημερινή «συναίνεση» της συμφοράς, ετοιμόρροπη και λυκοφιλική, πρέπει επειγόντως να την αντικαταστήσει μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Το κυβερνητικό κόμμα έχει απορρίψει κάθε σχετική συζήτηση. Ως πολίτης που θλίβεται και αγωνιά, ελπίζω να επικρατήσει φρόνηση και να υπάρξει τελικά μια συναινετική κυβέρνηση· της οποίας η επιτυχία, όμως, εξαρτάται από πολλές δυσχερέστατες προϋποθέσεις.
Πράγματι, μια τέτοια κυβέρνηση χρειάζεται προσυμφωνημένη διάρκεια τριών, αν όχι επτά ετών. Μόνο με διαρκή συναίνεση και σταθερότητα η χώρα θα ανακτήσει την εμπιστοσύνη των ίδιων των πολιτών της και, βεβαίως, των εταίρων μας, των αγορών, των ελλήνων και ξένων αποταμιευτών που θα στηρίξουν το χρέος της, των επενδυτών και επιχειρηματιών που θα αναζωογονήσουν την οικονομία της. Αλλά ο σχηματισμός και η λειτουργία μιας διακομματικής κυβέρνησης εξαρτώνται από πολλές και δυσχερείς προϋποθέσεις. Θα δείξουν άραγε τη δέουσα αίσθηση ευθύνης και αυταπάρνησης οι αρχηγοί της σημερινής κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Πώς θα μοιράσουν τους ρόλους του πρωθυπουργού και ενός αναβαθμισμένου αντιπροέδρου της κυβέρνησης; Θα δέχονταν, π.χ., εφάπαξ εναλλαγή τους στα αξιώματα αυτά; Θα αναθέσουν άραγε τα υπουργεία με αξιοκρατικά κριτήρια, παραχωρώντας αρκετά σε μικρά κόμματα και σε ανθρώπους νέους σε ηλικία και σε ιδέες; Θα ακούν τις εισηγήσεις αυτών των άξιων υπουργών; Και, κυρίως, θα προσφέρουν στη νέα γενιά τη λύτρωση της συμφιλίωσης και το όραμα μιας συλλογικής προσπάθειας που, ανασταίνοντας την Ελλάδα, θα γίνει πραγματικό παράδειγμα για τους νέους της Ευρώπης;
Δεν θεωρώ μια τέτοια κυβέρνηση πιθανή ούτε την επιτυχία της σίγουρη, κάθε άλλο. Πιστεύω, όμως, ότι οποιαδήποτε άλλη λύση απαιτεί χρόνο και τεράστιες θυσίες, θα διατρέξει κινδύνους απρόβλεπτους και πιθανότατα θα αποτύχει, αφού θα έχει στο μεταξύ οδηγήσει τη χώρα από την έβδομη πτώχευση της ιστορίας της σε έναν χαοτικό διχασμό ή εμφύλιο.
Οσο για το απώτερο μέλλον, είπαμε: η χώρα πρέπει να ξαναδώσει στα παιδιά της την κριτική παιδεία που χρειάζονται για να γίνουν καλοί πολίτες και παραγωγικοί άνθρωποι. Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται να δουλέψουν σκληρά δύο γενιές γονέων, εκπαιδευτικών και πολιτικών, και ο «Επιτάφιος» του Θουκυδίδη να γίνει επιτέλους το θεμέλιο της αγωγής του έλληνα και ευρωπαίου πολίτη. Ονειρα θερινής νυκτός, ίσως. Τα όνειρα, όμως, μας οδηγούν καμιά φορά στην αναζήτηση μιας αλήθειας –ή μιας ελάχιστης έστω αυτογνωσίας.
Ο κ. Γιώργος Β. Δερτιλής είναι καθηγητής στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ