Τα κρατικά ομόλογα που έχουν αγοράσει οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως έχουν διογκώσει σημαντικά τους ισολογισμούς τους.
Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, τα κρατικά ομόλογα που έχουν αποκτήσει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναλογούν περίπου στο 20% του ΑΕΠ των χωρών τους. Μόνο η Fed έχει στο χαρτοφυλάκιό της ομόλογα αξίας 4,49 τρισ. δολαρίων από 810 δισ. δολάρια που είχε το 2005.
Μπορεί αυτά τα πολύ μεγάλα ποσά να μειωθούν στο μέλλον αφού οι κεντρικές τράπεζες θα προχωρήσουν σε πωλήσεις, οι πιθανότητες όμως να επιστρέψουν οι ισολογισμοί τους στα προ κρίσης επίπεδα είναι μικρές. Και αυτό επειδή οι κεντρικοί τραπεζίτες θεωρούν ότι υπάρχουν πλεονεκτήματα από τη διατήρηση, αυτό το διάστημα, φουσκωμένων ισολογισμών.
Ο βασικότερος λόγος γι’ αυτή την τακτική που ακολουθούν είναι ότι τους παρέχει την απαραίτητη ρευστότητα ώστε να αντιμετωπίσουν στο μέλλον οποιαδήποτε χρηματοπιστωτική κρίση.
Η αντισυμβατική νομισματική πολιτική – όπως είναι η ποσοτική χαλάρωση – έχει ενταχθεί για τα καλά στο κανονικό οπλοστάσιο των κεντρικών τραπεζιτών, παρά το γεγονός ότι χώρες όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ οδεύουν προς αύξηση των επιτοκίων.
Οι αγορές στοιχείων ενεργητικού, όπως είναι τα ομόλογα, οι οποίες ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και αυξήθηκαν στην πορεία για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος αποπληθωρισμού από κεντρικές τράπεζες όπως η ΕΚΤ, τώρα αποτελούν μόνιμο εργαλείο το οποίο οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν ανά πάσα στιγμή για να αντιμετωπίσουν μια κρίση.
Αντί να πρέπει να αυξάνουν ή να μειώνουν τα επιτόκια ή να προχωρούν σε αγορές ομολόγων όπως έκαναν το 2008, τώρα οι κεντρικές τράπεζες έχουν τα μέσα για να δράσουν άμεσα. Πρακτικά, εάν παρουσιαστεί ένα πρόβλημα σε συγκεκριμένο τομέα του χρηματοπιστωτικού κλάδου, η κεντρική τράπεζα μπορεί να ενισχύσει τον τομέα αυτό προχωρώντας σε ανταλλαγές στοιχείων ενεργητικού (asset swaps) που ήδη έχει στο χαρτοφυλάκιό της ώστε να χορηγήσει άμεσα ρευστότητα.
Η πρακτική αυτή έχει προηγούμενο. Κατά τη διάρκεια της συναλλαγματικής κρίσης της δεκαετίας του ‘90, οι κεντρικές τράπεζες της Ασίας προχώρησαν σε αύξηση των συναλλαγματικών τους αποθεμάτων στο ένα τρίτο του σημερινού ΑΕΠ των χωρών τους. Αυτό τους επιτρέπει να μπορούν να παράσχουν άμεσα δολάρια στις οικονομίες τους και να παρεμβαίνουν ακαριαία στις συναλλαγματικές ισοτιμίες.