Η γερμανική πολιτική μετά την εκδήλωση της κρίσης προδίδει τη σαφή προτίμησή της στο αστέρι της Mercedes παρά στον σχηματισμό αστεριών της ΕΕ και της ευρωζώνης. Η συνεκδοχή των αστεριών και η συγκεκριμένη ιεράρχησή τους αποκαλύπτουν ένα δυσοίωνο σκηνικό, όπου η πολιτική έχει υποχωρήσει και επί ευρωπαϊκού εδάφους έναντι των αγορών. Οι ηθοποιοί της πολιτικής παράστασης (και αυτό δεν αφορά μόνο τη Γερμανία) αδυνατούν να αρθούν στο ύψος των απαιτήσεων ενός μεγάλου έργου (όπως είναι η ευρωπαϊκή ενοποίηση) και περιορίζονται συχνά σε δεύτερους ρόλους (λ.χ. της σουμπρέτας, του υπηρέτη, του ψευτογιατρού, του παραλυτικού δύστροπου γέρου). Ετσι εμφανίζονται στο προσκήνιο οι τεχνοκράτες, οι οποίοι ωστόσο μπορεί να είναι οι ίδιοι ηθοποιοί, αλλά με σοβαρό προσωπείο. Σε αυτή την παρωδία της θεατρικής σχέσης (που στο θέατρο ονομάζεται «σοβαροφάνεια» και πάντα αποφεύγεται, ενώ στην πολιτική ονομάζεται «υποκρισία» και δυστυχώς δεν αποφεύγεται) αλλάζει μοιραία η δομή της παράστασης, αλλοιώνεται η ποιότητα του έργου και το αστέρι της Mercedes γίνεται πιο φωτεινό από εκείνα των κρατών.
Ο Jürgen Habermas, ο τελευταίος γόνος της Σχολής της Φρανκφούρτης (αυτής της μεγάλης φιλοσοφικής πρωτεύουσας, που κάποτε δεν φιλοξενούσε την έδρα της ΕΚΤ), επεσήμανε εύστοχα στον «Guardian» (23.7.2015) ότι το αντίτιμο για την ανατροπή στην ισορροπία πολιτικής και αγοράς είναι το κράτος πρόνοιας και ότι στο έργο της ανατροπής αυτής πρωταγωνιστής είναι η γερμανική κυβέρνηση (μαζί με τη σοσιαλδημοκρατική της πτέρυγα). Στο δύσκολο έργο της διαπραγμάτευσης με την ελληνική κυβέρνηση οι πρωταγωνιστές επέβαλαν τους ρόλους τους στην παράσταση, κέρδισαν τις εντυπώσεις (ίσως δε και το χειροκρότημα) της συντηρητικής μερίδας του γερμανικού κοινού, αλλά έχασαν το πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρευθεί σε μισό αιώνα.
Σε τι συνίσταται αυτό το κεφάλαιο; Στην εμπιστοσύνη των άλλων ευρωπαϊκών λαών ότι η Γερμανία δεν βλέπει πλέον τα ίδια ιμπεριαλιστικά όνειρα των προηγούμενων δύο παγκοσμίων πολέμων, αλλά μόνο το όνειρο μιας ενωμένης Ευρώπης των λαών. Συνίσταται στην πεποίθηση των άλλων ότι ο εφιάλτης των δεκάδων εκατομμυρίων νεκρών και των κατεστραμμένων χωρών και η φρίκη του Ολοκαυτώματος ήταν ένας εφιάλτης που έσβησε ανεπιστρεπτί. Το κεφάλαιο αυτό –εδώ χρειάζεται προσοχή –συνίσταται σε αυτό που οι άλλοι Ευρωπαίοι επένδυσαν στους Γερμανούς, άρα απορρέει από την πολιτική και οικονομική γενναιοδωρία των άλλων προς αυτούς –εάν βάλουμε προσωρινά στην άκρη τον ρόλο του ισχυρού αναχώματος που τους εμπιστεύθηκαν για άλλη μία φορά έναντι της τότε Σοβιετικής Ενωσης.
Χωρίς να αποσιωπά το μεγαλύτερο μέρος (60%) του χρέους που χαρίστηκε στη Γερμανία το 1953 με το Σύμφωνο του Λονδίνου, αυτό το κεφάλαιο εννοεί ο Habermas ότι χάθηκε όταν η γερμανική κυβέρνηση, ως αυτόκλητος θεματοφύλακας ενός οικονομικού προτεσταντισμού (ήτοι ενός σκληρού νεοφιλελευθερισμού με ηθικό μακιγιάζ), «ανερυθρίαστα αυτοπαρουσιάστηκε ως η δύναμη που επιβάλλει την πειθαρχία στην Ευρώπη και για πρώτη φορά διεκδίκησε ανοικτά τη γερμανική ηγεμονία» σε αυτήν.
Το ανερυθρίαστο πρόσωπο δεν είναι βεβαίως μόνο του Σόιμπλε, αλλά και των μεγάλων τραπεζιτών και βιομηχάνων οι οποίοι υπαγορεύουν εν τέλει την πολιτική της κυβέρνησης και καρπώνονται τα τεράστια κέρδη από την ευρωπαϊκή κρίση, τα οποία ανέρχονται σε 40,9 δισ. ευρώ την περίοδο 2010-2014 (ακίνητα, αγορά ομολόγων, εξαγωγές), χωρίς να υπολογίζονται οι παράλληλες σκηνές του εισαγόμενου εργατικού και επιστημονικού δυναμικού, των νομισματικών ισοτιμιών κ.ά. Ετσι το (ηθικό και πολιτικό) χρέος της Γερμανίας προς την Ευρώπη μετατρέπεται σε σταθερό πλουτισμό της χώρας αυτής με αφορμή την ευρωπαϊκή κρίση. Οπως αναφέρει ο οικονομολόγος Φιλίπ Λεγκρέν σε άρθρο του στο Project Syndicate (tovima.gr 24.7.2015), «τα τεράστια πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών που έχει συσσωρεύσει η Γερμανία αποτελούν έναν λόγο για την ευρωπαϊκή κρίση και ένα εμπόδιο για την επίλυσή της». Γιατί λοιπόν να αλλάξει αυτή η κατάσταση εκ μέρους των Γερμανών και να μην παραμείνει σταθερή; Ας κρατήσουμε την τελευταία λέξη.
Οι θέσεις του Habermas συνάδουν εν μέρει με εκείνες του Τομά Πικετί και μιας μεγάλης ομάδας από νομπελίστες οικονομολόγους. Σοβαρός επιστημονικός αντίλογος δεν έχει ακόμη αρθρωθεί. Μόλις πριν από λίγες ημέρες ο γενικός διευθυντής Οικονομικών Υποθέσεων του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών Λούντγκερ Σούκνεχτ, σε άρθρο του στην εφημερίδα«Suddeutsche Zeitung» (23.7.2015), προέκρινε ως κύρια μεταξύ των ευρωπαϊκών αρχών εκείνη της σταθερότητας. Είναι εύλογο το νόημα της έννοιας αυτής στο συγκείμενο της επιβαλλόμενης λιτότητας και της αποσιωπημένης γερμανικής κερδοφορίας: σταθερότητα της νεοφιλελεύθερης αγοράς με ισχνό κράτος πρόνοιας και ευημερούσες τράπεζες, ανταγωνιστικοί χαμηλοί μισθοί και ασυναγώνιστα εταιρικά και μετοχικά κέρδη.
Αυτό που δεν τολμά να πει ο Σούκνεχτ είναι ότι η σταθερότητα αυτή αποτρέπει τον κίνδυνο του νεοκεϊνσιανικού μοντέλου επενδύσεων και ανάπτυξης και της κοινής ανάληψης του ευρωπαϊκού χρέους –κάτι που προϋποθέτει μια ουσιαστική οικονομική ένωση των ευρωπαϊκών χωρών. Αντιθέτως, υπεραμύνεται των προγραμμάτων του πολιτικού του προϊσταμένου Σόιμπλε, επικαλούμενος την ανάκτηση αυτοπεποίθησης εκ μέρους των κρατών που υπέστησαν τα προγράμματα αυτά. Τα στοιχεία που διαθέτει δεν προέρχονται προφανώς από τους πορτογάλους ή ισπανούς ανέργους, ούτε από τα εκπαιδευτικά και υγειονομικά συστήματα των χωρών αυτών.
Αυτό το ευπειθές στη χριστιανοδημοκρατική ηγεσία άρθρο κλείνει με ένα επιχείρημα προτεσταντικής χροιάς: η νομισματική ένωση (όχι η οικονομική ενοποίηση) είναι μια κοινότητα αρχών (όχι αξιών) που συμβολίζουν (δεν θεσπίζουν) τη σταθερότητα (προηγείται οποιασδήποτε άλλης αρχής), την αλληλεγγύη και τη συνεργασία από την ίδια βάση. «Από την ίδια βάση»: ιδού η παρωδία, που αναφέραμε στην αρχή, από έναν τεχνοκράτη ηθοποιό, η σοβαροφάνεια του θεάτρου και η υποκρισία της πολιτικής.
Καμία έκπληξη λοιπόν ως προς τη μόνιμη απαντητική επωδό που χρησιμοποιεί ο Σούκνεχτ όταν τον ρωτούν για το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους: τέτοιου είδους ερωτήματα αποσπούν απλώς την προσοχή από την ουσία, η οποία είναι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Η «ίδια βάση» για τους προτεστάντες εκπροσώπους των τραπεζών και των βιομηχανιών δεν είναι η κοινή αφετηρία ή οι ίδιες ευκαιρίες, αλλά το διαμορφωμένο από αυτούς status quo, το φωτεινό αστέρι της Mercedes και όχι ο σχηματισμός αστεριών της ΕΕ. Στην Ευρώπη όμως, το λέει και η ελληνική ρίζα της, οι ορίζοντες πρέπει να είναι ευρείς. Στην ξαστεριά της Ευρώπης λάμπουν πολλά αστέρια μαζί.
Ο κ. Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ