Το κρίσιμο ερώτημα αυτής της περιόδου είναι το εάν είναι βιώσιμο το Ελληνικό χρέος και τι μπορεί αν γίνει με αυτό.
Υπάρχουν χώρες παρομοίου μεγέθους με την Ελλάδα, με μεγαλύτερο χρέος από το Ελληνικό, χωρίς όμως πρόβλημα στην εξυπηρέτηση του, γιατί απλά το ΑΕΠ είναι αρκετά μεγάλο. Άρα το απόλυτο νούμερο του χρέους δεν είναι το κρίσιμο ζήτημα. Tο ζητούμενο είναι να αυξηθεί το ΑΕΠ, χωρίς να αυξηθεί το χρέος, μέσω δημιουργίας μικρών έστω πλεονασμάτων. Έτσι ο λόγος χρέος προς ΑΕΠ θα μειώνεται διαχρονικά και το Ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Το χρέος δεν είναι βιώσιμο μόνον εάν υποθέτουμε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και ελλείμματα. Η λύση σε αυτό είναι μοντέλο ανάπτυξης με ιδιωτικές επενδύσεις και απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας, χωρίς τον χρόνιο κρατισμό.
Υπάρχει όμως επιπρόσθετα και η αναδιάρθρωση του χρέους, χωρίς αυτό να μειωθεί ως απόλυτος αριθμός, καθώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να εγκριθεί από τα κοινοβούλια των Ευρωπαϊκών κρατών, γιατί έρχεται σε αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα.. Έτσι λοιπόν θα μπορούσε να γίνει μια συμφωνία αναδιάρθρωσης, με την οποία:
. το χρέος θα επιμηκυνθεί και θα μετατραπεί σε χρέος π.χ. πενήντα ετών, όταν σήμερα οι διάρκειες για τα δύο μεγάλα Ευρωπαϊκά δάνεια είναι 16 χρόνια (για τα 52.9 δις των διμερών δανείων) και 26 χρόνια (για τα 141.9 δις του EFSF).
. θα παραμείνουν τα σημερινά χαμηλά επιτόκια, ίσως μάλιστα να μπορεί να επιτευχθεί και κάποια περαιτέρω μικρή μείωση τους. Υπενθυμίζουμε ότι τα σημερινά επιτόκια είναι 1.8% και 0.6% για τα δύο μεγάλα Ευρωπαϊκά δάνεια.
. θα επεκταθεί η περίοδος χάριτος και στα άλλα Ευρωπαϊκά δάνεια, πέραν των 145 δις που έχουν ήδη περίοδο χάριτος μέχρι το 2022.
Με βάση αυτήν την αναδιάρθρωση, τα χρεολύσια θα μειωθούν ακόμα περισσότερο και θα γίνει ευκολότερη η εξυπηρέτηση του χρέους και η παροχή ρευστότητας σε αναπτυξιακά έργα. Ας θυμηθούμε ότι το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι σήμερα περίπου 5 δις ευρώ σε σύγκριση με 15 δις πριν το PSI και τη χρηματοδότηση από τους Ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Ταυτόχρονα, το χρέος σε όρους παρούσας αξίας θα μειωθεί λόγω μακριάς διάρκειας και χαμηλών επιτοκίων. Επισημαίνουμε ότι η κυβέρνηση έχει αναφερθεί εγγράφως ότι το χρέος σε παρούσα αξία είναι στην πραγματικότητα σήμερα το 135% του ΑΕΠ, αντί του 170% που είναι θεωρητικά.
Η επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας αναδιάρθρωσης θα λειτουργήσει τέλος θετικά για τις αγορές, καθώς ισοδυναμεί με ελάφρυνση του χρέους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει, μαζί με μέτρα
οικοδόμησης επενδυτικής εμπιστοσύνης, στη δυνατότητα της χώρας να βγει στις αγορές, που είναι άλλωστε και το ζητούμενο για την απεξάρτηση της από τον υπάρχοντα δανεισμό.
Τέλος να θυμηθούμε ότι αυτό έχει ξαναγίνει στην Ελληνική ιστορία. Μετά τη χρεοκοπία του 1893, τις ατελέσφορες συζητήσεις με τους Ευρωπαίους δανειστές και τον αδικαιολόγητο και ταπεινωτικό πόλεμο με την Τουρκία το 1896, υπογράφηκε χρηματοδότηση 170 εκατ. χρυσών φράγκων, της όποιας οι τελευταίες δόσεις εξοφληθήκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 (η πράξη κατάργησης του Διεθνούς Οικονομικού Έλεγχου, του συνδεδεμένου με το δάνειο, πραγματοποιήθηκε το 1978, μετά από ακριβώς 80 χρόνια).