Ε, λοιπόν, αυτός ο γελαστός Γάτος του Τσεσάιρ («Το Βήμα», 28 Ιουνίου 2015) στη δική μου χώρα των θαυμάτων, που μπορεί «να κοιτάξει έναν βασιλιά», όπως είπε η Αλίκη, με έπεισε πως το «Οχι» του, τα εκατομμύρια «Οχι» του είναι η Ιστορία μου. Και συγχρόνως είναι η Ιστορία και όσων ψήφισαν «Ναι», οι προνοητικοί ή οι τρομοκρατημένοι από τα μίντια ή οι γνωστοί ολιγάρχες, υποστηρικτές του οικονομικού μοντέλου που τους οδήγησε στην οικονομική ευρωστία αλλά και στην πνευματική καχεξία λόγω ακριβώς της ευρωστίας τους.
Και όταν έγραψα ότι με το δημοψήφισμα εκβιάζομαι διπλά, όταν για άλλη μία φορά προφύλαξα τον αστό συνυπογράφοντας για άλλη μία φορά τον Μποντριγιάρ («είμαστε υποχρεωμένοι να ξαναπαίξουμε όλα τα σενάρια επειδή όλα έχουν ήδη υλοποιηθεί, πραγματικά ή δυνητικά»), όταν δηλαδή θέλησα να δω την Ιστορία από το παράθυρο, αντίκρισα εμπρός μου τον Λαό που χρησιμοποιεί τον Τσίπρα και όχι το αντίστροφο, όπως υποστηρίζει ο Βενιζέλος. Δεν είδα επ’ ουδενί τις παραπλανημένες μάζες από τους Γκέμπελς της πολιτικής αλλά τον Λαό, το «θυμικό» του οποίου τον οδηγεί σε παθηματικές καταστάσεις από τις οποίες βγήκε η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη στην Κατοχή.
Στον ορθολογικό μηχανισμό μιας υποτιθέμενης ευθυκρισίας, στο «ντεσκ» όπου τέμνεται η σώφρων αμηχανία του Τσίμα με την γκροτέσκα αυθάδεια του Μπογδάνου, δεν στέλνω τους ψευτο-πατριωτικούς χαιρετισμούς του Καμμένου αλλά τη διατύπωση του Μπάρτλμπυ του γραφέα σ’ εκείνη την ιστορία της Γουόλ Στριτ του Μέλβιλ: «Θα προτιμούσα να μην». Δηλαδή, θα προτιμούσα να μην ακινητοποιηθώ ενώπιον της λογικής τους.
Αυτό λοιπόν το ριψοκίνδυνο «Οχι», σε πείσμα της υπόθεσης ότι τάχα το διαγραμμένο υποκείμενο στη Δημοκρατία δεν απολαμβάνει και τρέμει (την Τρέμη), κομίζει το φαντασιωτικό συμπλήρωμα της Δημοκρατίας: την απόλαυση πέραν πάσης στερήσεως και πάσης απειλής. Διότι το «Οχι» του δημοψηφίσματος δεν αφορούσε την έξοδο ή την παραμονή στην Ευρώπη ούτε καν την πρόταση του Τσίπρα. Αλλά έδινε την απεγνωσμένη απάντηση σε μια μονόδρομη επιλογή του «Ναι» η οποία, μη δίνοντας περιθώριο επιλογής, εισέπραξε κατευθείαν από τον καταπιεσμένο γραφέα Μπάρτλμπυ το εξεγερμένο: «Θα προτιμούσα να μην» (Θα προτιμούσα να χάσω, κερδίζοντας από την απώλεια, ύπαρξη).
Ελεγε απολαμβάνοντας ο Μπρεχτ για τη κομματική νομενκλατούρα: «Δεν θα ήταν ευκολότερο στην περίπτωση αυτή για την κυβέρνηση να διαλύσει τον λαό και να εκλέξει έναν άλλον;».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ