Οταν ο Στιγκ Λάρσον άνοιγε τους κρουνούς με την τριλογία του έπους της Λίσμπετ Σαλάντερ κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί την πλημμυρίδα του σκανδιναβικού νουάρ που θα ακολουθούσε. Λιγότερο αστυνομικό μυθιστόρημα και περισσότερο θρίλερ, «Το κορίτσι με το τατουάζ» και οι συνέχειές του άνοιξαν την όρεξη του ευρωπαϊκού κοινού για πειστικούς χαρακτήρες σε φόντα με χιόνια και για τα άπλυτα των υποτιθέμενων ιδανικών κοινωνιών του Βορρά. Τζο Νέσμπο, Χένινγκ Μανκέλ, Γενς Λαπίντους, Αρνε Νταλ, Καμίλα Λέκμπεργκ, Αρνάλντουρ Ιντρίδασον, Λίζα Μάρκλουντ και ουκ ολίγοι άλλοι ήρθαν να αναπληρώσουν το κενό ανοίγοντας ταυτόχρονα ένα ευμέγεθες παράθυρο στον ψυχισμό και στις αντιφάσεις του σκανδιναβικού θαύματος τη στιγμή ακριβώς που ο Αντερς Μπρέιβικ το τίναζε στον αέρα δολοφονώντας 77 άτομα στο νορβηγικό νησί Ουτόγια. Γιατί η γοητεία και το ενδιαφέρον του σκανδιναβικού νουάρ είναι ακριβώς η εντοπιότητά του. Σπάνια οι ήρωες ξεφεύγουν από τα στενά τους όρια: ο Κουρτ Βαλάντερ του Μανκέλ τριγυρίζει στο Υστάντ, 56 χιλιόμετρα από το Μάλμε, δεν πατάει καν στη Στοκχόλμη αν μπορεί να το αποφύγει, ο Χάρι Χόλε του Νέσμπο ξεκινά τις περιπέτειές του από το Σίδνεϊ στη «Νυχτερίδα» αλλά διαπράττει τις κορυφαίες του επιτυχίες στα πέριξ του Οσλο. Οι Σκανδιναβοί ασχολούνται πρωτίστως με τα του οίκου τους, ο υπόλοιπος κόσμος είναι σε δεύτερη μοίρα –με την εξαίρεση της Τούβε Αλστερνταλ.
«Οι γυναίκες στην παραλία» (εκδ. Μεταίχμιο), το μυθιστόρημα με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στη σουηδική λογοτεχνία το 2009, εκτυλίσσεται κυρίως στο Παρίσι και στην Ταρίφα, μια μικρή πόλη της Νότιας Ισπανίας ακριβώς απέναντι από τις ακτές του Μαρόκου, τόπο όπου ευδοκιμούν τα θαλάσσια σπορ και ξεβράζονται λαθρομετανάστες. Ο Πάτρικ Κόρνγουολ, δημοσιογράφος που ερευνά το τράφικινγκ στην Ευρώπη, εξαφανίζεται, η σύζυγός του Αλίνα σπεύδει να τον αναζητήσει στη Γαλλία όπου χάθηκαν τα τελευταία ίχνη του, ενώ στην Ταρίφα η Τερέσε (το μοναδικό ίχνος Σουηδίας στο βιβλίο) ανακαλύπτει ένα πτώμα στην ακροθαλασσιά και η Μέρι, μια γυναίκα από τη Νιγηρία που επέζησε όταν διακινητές μεταναστών πέταξαν στο πέλαγος όλους τους επιβάτες του φουσκωτού που τους μετέφερε, προσπαθεί να επιβιώσει σε μια άγνωστη χώρα. Η Αλστερνταλ επιλέγει για μπακράουντ της ένα ζήτημα σκληρό, δύσκολο και εξαιρετικά επίκαιρο (ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης υπολογίζει ότι 1.727 μετανάστες έχασαν τη ζωή τους ως τα τέλη Απριλίου στη Μεσόγειο, ρυθμός που θα μπορούσε να οδηγήσει ως και σε 30.000 νεκρούς ως τα τέλη του έτους) και χειρίζεται άψογα την πλοκή του μυστηρίου που συνδέει τα πρόσωπα ως τη λύση της. Είναι όμως οι άγριες σκηνές λαθρεμπορίας ανθρώπων που δίνουν τον τόνο ενός μυθιστορήματος το οποίο κοιτάζει καταπρόσωπο το πρόβλημα: «Επιασε το σκοινί και κρατήθηκε γερά, αλλά εκείνοι σήκωσαν τα πόδια της και τη χτυπούσαν με τα κουπιά, μέχρι που στο τέλος κατάφεραν να την πετάξουν στη θάλασσα, και το σκοινί χαλάρωσε και την ακολούθησε. Η θάλασσα την παρέσυρε μακριά από τη βάρκα, ανάμεσα σε χέρια που χτυπιούνταν και κουνιούνταν προσπαθώντας να πιαστούν από πάνω της.
Τα κλώτσησε για να ξεφύγει».
Τα κλώτσησε για να ξεφύγει».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιουνίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ