«Εκείνη τη μέρα στο μπλε δωμάτιο του ξενοδοχείου ο Τόνι και η Αντρέ κουβεντιάζουν μετά την ερωτική πράξη. «Αν ξανάβρισκα την ελευθερία μου… θα ξανάβρισκες κι εσύ τη δική σου;». Ο Τόνι δεν απαντά στην ερώτηση. Ο ανακριτής και ο ψυχίατρος θέλουν τώρα να καταλάβουν. Να καταλάβουν γιατί ο Τόνι μετά από αυτή τη συνάντηση απέφευγε την ερωμένη του. Γιατί έφυγε ξαφνικά σε διακοπές με τη σύζυγο και την κόρη του; Γιατί την ημέρα της τραγωδίας είχε εξαφανιστεί; Ο Τόνι δεν απαντά στις ερωτήσεις αλλά ξαναζεί τους μήνες που κύλησαν μετά την τελευταία του συνάντηση στο μπλε δωμάτιο».
Το παραπάνω απόσπασμα είναι παρμένο από τις σελίδες του μυθιστορήματος του Ζορζ Σιμενόν «Το μπλε δωμάτιο» (εκδόσεις Αγρα). Η ιστορία τοποθετείται στην επαρχία της Γαλλίας τη δεκαετία του 1960 και καταγράφει τη βαθμιαία βίωση του δράματος των δύο πρωταγωνιστών του, ενός άντρα και μιας γυναίκας, ενός τυπικού οικογενειάρχη (συζύγου και πατέρα) και της ερωμένης του, επίσης παντρεμένης, μέσα από τους οποίους το νήμα ξετυλίγεται. Είναι προφανές ότι έχει συμβεί ένας φόνος. Ο ανακριτής εξετάζει τον άντρα. Τα μυστικά αναζητούν διέξοδο από το σκότος…

«Δεν θα έλεγα ότι είμαι ειδικός στον Σιμενόν, δεν ήξερα και τόσο καλά το εύρος των μυθιστορημάτων του»
είπε τηλεφωνικώς στο «Βήμα» ο Ματιέ Αμαλρίκ, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της ομότιτλης ταινίας. Τον «συλλάβαμε» την ώρα του μεσημεριανού του, περίπου έναν χρόνο μετά την πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Καννών. «Το εκπληκτικό όμως με αυτόν τον συγγραφέα είναι το πόσο εύκολα μπορούσε να μιλήσει για τα κοινά στους ανθρώπους».
Σκληρό μυθιστόρημα


«Το μπλε δωμάτιο» γράφτηκε τη δεκαετία του 1960, όταν ο Σιμενόν αναζητούσε κάτι διαφορετικό από τις ιστορίες του επιθεωρητή Μεγκρέ που τον είχαν κάνει διάσημο σε όλον τον κόσμο. «Δεν είναι αστυνομικό μυθιστόρημα, ανήκει στην περίοδο του roman durs (σκληρά μυθιστορήματα)» είπε ο Αμαλρίκ. «Ο Σιμενόν ενδιαφέρεται περισσότερο για την ψυχολογική προσέγγιση των ηρώων παρά για την αστυνομική ιστορία αυτή καθαυτή. Δεν ενδιαφέρεται καν να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση. Θαρρείς και λέει ότι το σώμα είναι εκείνο που αποφασίζει για εμάς. Είμαστε παγιδευμένοι στο σώμα μας».
Και το μυαλό; «Το μυαλό είναι φορτωμένο με τα καθημερινά προβλήματα, οικονομικά, κοινωνικά, οικογενειακά» είπε ο σκηνοθέτης και ηθοποιός. «Ολα αυτά τα προβλήματα που ζώνουν τον Τόνι, ο οποίος νομίζει ότι έχει φτιάξει έναν τέλειο κόσμο αλλά δεν έχει. Η επιχείρησή του έχει καταρρεύσει, χρωστά παντού… Σε έναν κόσμο με τόσα και τόσα προβλήματα τι απομένει πέρα από το θαύμα δύο σωμάτων που αποδέχονται το ένα το άλλο;».
Για τον Αμαλρίκ «Το μπλε δωμάτιο» έχει επίσης «στοιχεία σεξουαλικής τιμωρίας. Οταν ο Σιμενόν το έγραψε το 1963 στην Ελβετία περνούσε μια περίοδο «σεξουαλικής αυτοτιμωρίας» και θεωρούσε τις γυναίκες μάγισσες, υπεύθυνες για το κάθε κακό». Ως σκηνοθέτης ο Αμαλρίκ προσπάθησε να το αποφύγει. Πράγματι το κινηματογραφικό «Μπλε δωμάτιο» που τοποθετείται στο σήμερα είναι περισσότερο μια ταινία για τη δύναμη του πραγματικού έρωτα και για τα όρια που μπορεί να ξεπεράσει κάποιος που αγαπά αληθινά παρά ένα «μισογυνιστικό» σχόλιο, όπως το μυθιστόρημα είχε κατηγορηθεί ότι ήταν. Ακόμη και η γυναίκα είναι ένα πραγματικό μυστήριο. «Θα μπορούσες να πεις ότι δεν υπάρχει» επισημαίνω στον Αμαλρίκ. «Οντως. Τι είναι τελικά αυτή η γυναίκα; Είναι ένας άγγελος; Ενας διάβολος; Ή μήπως και τα δύο;».
«Γύρνα μια ταινία τώρα!»


Περιέργως «Το μπλε δωμάτιο», η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του Αμαλρίκ (η αμέσως προηγούμενη «Τουρνέ στο Παρίσι» είχε συμμετάσχει εντός διαγωνισμού στο Φεστιβάλ Καννών), ενώ επί χρόνια υπήρξε «στόχος» πολλών διακεκριμένων καλλιτεχνών, δεν μπορούσε να γίνει ταινία. Ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ είχε ζητήσει από τον Κλοντ Σαμπρόλ να σκεφθεί το ενδεχόμενο. Η Κατρίν Ντενέβ το είχε συζητήσει με τον Αντρέ Τεσινέ. Ο Μορίς Πιαλά είχε σχεδόν συμφωνήσει με τον Ζακ Φιεσκί. Ολα αυτά τα σχέδια όμως φαλίρισαν στην πορεία. Και να που η μεταφορά του Ματιέ Αμαλρίκ δεν χρειάστηκε πάνω από δύο μήνες να γυριστεί από τη στιγμή που αποφάσισε να τη γυρίσει. Ολα ξεκίνησαν όταν ο πορτογάλος παραγωγός Πάολο Μπράνκο (μεγάλη μορφή του ευρωπαϊκού κινηματογράφου με παραπάνω από 250 ταινίες στο ενεργητικό του) τον «διέταξε» να σταματήσει το γράψιμο και να γυρίσει μια ταινία. «Μια οποιαδήποτε ταινία, αλλά τώρα!» του είπε. Ο Αμαλρίκ τον άκουσε. Πήγε σπίτι του, έριξε μια ματιά στη βιβλιοθήκη του, βρήκε «Το μπλε δωμάτιο» το οποίο είχε διαβάσει χωρίς ποτέ να σκεφθεί την ιδέα μιας κινηματογραφικής προσαρμογής και… το γύρισε. «Ολα έγιναν τόσο γρήγορα. Μέσα σε πέντε εβδομάδες. Μπουμ! Σαν να λειτούργησε περισσότερο το υποσυνείδητό μου υποθέτω».
Η απόκτηση των δικαιωμάτων του μυθιστορήματος δεν ήταν και τόσο δύσκολη υπόθεση όσο αρχικώς φανταζόταν ο Αμαλρίκ. «Μου αρέσει η σχέση του Ζαν Σιμενόν με τον πατέρα του. Ως τα 45 του δεν είχε διαβάσει ποτέ τα μυθιστορήματα του πατέρα του γιατί βρίσκονταν διαρκώς σε σύγκρουση. Τον ανακάλυψε εκ νέου μέσω των βιβλίων του. Ξέρετε, ο Σιμενόν δεν είναι ο «φύλακας» του έργου του Ζορζ Σιμενόν, με άφησε να αντιμετωπίσω «Το μπλε δωμάτιο» όπως ήθελα».
Στις Κάννες ο Αμαλρίκ είχε δηλώσει ότι εμπνεύστηκε από νουάρ και μελοδράματα περασμένων εποχών όπως το «Nightfall» του Ζακ Τουρνέρ, το «Angel face» του Οτο Πρέιμνγκερ και η κλασική ταινία του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ «The devil is a woman». Δεν ήταν οι μόνες. Αναφέρθηκε επίσης στην επιρροή του από τον Φρανσουά Τριφό και συγκεκριμένα τη «Γυναίκα της διπλανής πόρτας», επισημαίνοντας την αγάπη του Τριφό προς το πρόσωπο και τα έργα του Ζορζ Σιμενόν, αλλά και στο «Λουλού» του Μ. Πιαλά με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ και την Ιζαμπέλ Ιπέρ.
πότε & πού:

Η ταινία «Το μπλε δωμάτιο» θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 2 Ιουλίου σε διανομή Weirdwave, την οποία ευχαριστούμε για αυτή τη συνέντευξη. Το μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγρα

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ