Το Βήμα, The New York Times
Facebook. Instagram. Google. Twitter. Όλες οι υπηρεσίες στις οποίες βασιζόμαστε – και όλες οι υπηρεσίες για τις οποίες πιστεύουμε ότι δεν χρειάζεται να πληρώσουμε. Τουλάχιστον όχι με μετρητά. Αλλά οι ιντερνετικές πλατφόρμες που χρηματοδοτούνται από τις διαφημίσεις δεν είναι δωρεάν και το τίμημα που ζητούν, με όρους ιδιωτικότητας και ελέγχου, είναι όλο και πιο μεγάλο. Μία πρόσφατη δημοσκόπηση του Pew Research Center αποκαλύπτει ότι το 93% της κοινής γνώμης πιστεύει ότι ο «έλεγχος αυτών που μπορούν να αποσπάσουν πληροφορίες για τους ίδιους είναι σημαντικός».
Ωστόσο, το σύνολο των δεδομένων που παράγουμε στο διαδίκτυο ολοένα αυξάνεται και σπάνια γνωρίζουμε πού καταλήγει. Το Facebook και άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που συλλέγουν άπειρα δεδομένα χρηστών, χρηματοδοτούνται από διαφημίσεις. Μόνο αυτή την εβδομάδα το Instagram, που ανήκει στη Facebook, ανακοίνωσε τα σχέδιά του να ανοίξει τις αναρτήσεις των χρηστών του σε περισσότερους διαφημιστές. Το βρώμικο μυστικό αυτού του επιχειρηματικού μοντέλου είναι ότι οι διαφημίσεις στο διαδίκτυο δεν αξίζουν πολλά.
Ρωτήστε τον Ίθαν Ζάκερμαν, ο οποίος τη δεκαετία του 1990 βοήθησε στην ίδρυση του Tripod.com, μίας από τις πρώτες ιστοσελίδες με user – generated content (σσ. δεδομένα που έχουν παραχθεί από τους χρήστες), που βασίζεται στις διαφημίσεις για τη χρηματοδότησή του. Βοήθησε και στη δημιουργία των παραθύρων pop – up (σσ. αναδυόμενα παράθυρα παρά τη θέληση του χρήστη), επειδή οι εταιρείες ανησυχούσαν για το περιεχόμενο των ιστοσελίδων που θα εμφανιζόταν δίπλα από τις διαφημίσεις τους. Το πρώτο είναι ενοχλητικό αλλά είναι το τελευταίο που συμβάλει στο να καταστραφεί ο ιστός ενός πλούσιου, πλουραλιστικού διαδικτύου. Ο Ζάκερμαν υπογραμμίζει ότι το Facebook κερδίζει 20 σεντ ανά χρήστη κάθε μήνα. Πρόκειται για ευτελές ποσό, ειδικά όταν ο μέσος χρήστης περνάει περίπου 20 ώρες τον μήνα στο Facebook, σύμφωνα με την εταιρεία.
Επομένως οι διαφημίσεις στο ίντερνετ δεν έχουν καμία αξία εκτός και αν βασίζονται στην παρακολούθηση και το εκτενές profiling (δημιουργία προφίλ) των χρηστών. Πρόκειται για μία κακή συμφωνία, ειδικά όταν τα δύο τρίτα των ενήλικων Αμερικανών δεν επιθυμούν διαφημίσεις που απευθύνονται στους ίδιους μέσω αυτής της παρακολούθησης και ανάλυσης της προσωπικής τους συμπεριφοράς. Αλλά αυτό το επιχειρηματικό μοντέλο επιβραβεύει μόνο τις μεγάλες ιντερνετικές πλατφόρμες, αφού διαφημίσεις που κοστίζουν τόσο λίγο μπορούν να υποστηρίζουν μόνο επιχειρήσεις με εκατοντάδες εκατομμύρια χρήστες. Οι επιχειρήσεις που βασίζονται στη διαφήμιση διαστρεβλώνουν τις διαδικτυακές μας αλληλεπιδράσεις.
Οι άνθρωποι κατακλύζουν τις ιντερνετικές πλατφόρμες επειδή μας βοηθούν να συνδεθούμε ο ένας με τον άλλον ή με τον θησαυρό των πληροφοριών του κόσμου – μία σημαντική και πολύτιμη λειτουργία. Ωστόσο, η χρηματοδότηση μέσω των διαφημίσεων σημαίνει ότι οι εταιρείες έχουν συμφέρον να χειραγωγούν την προσοχή μας για λογαριασμό των διαφημιστών, αντί να μας αφήνουν να συνδεόμαστε όπως επιθυμούμε. Πολλοί χρήστες πιστεύουν ότι το feed τους (σσ. η ροή ειδήσεων και αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) δείχνει όλες τις αναρτήσεις των φίλων τους. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Το Facebook χρησιμοποιεί έναν αλγόριθμο που αλλάζει συνέχεια και έτσι αποφασίζει τί βλέπουμε.
Αν το Facebook δεν χρειαζόταν να ελέγχει αυτό το feed για να μας κρατήσει στη σελίδα περισσότερο και να εισάγει διαφημίσεις στη ροή μας, τότε θα μας παραχωρούσε τον έλεγχο αυτού του αλγορίθμου. Τί μπορεί να γίνει; Είναι απλό: οι ιστοσελίδες θα πρέπει να επιτρέψουν στους χρήστες τους να γίνουν πελάτες τους. Εγώ θα πλήρωνα, όπως πιστεύω και πολλοί άλλοι, πάνω από 20 σεντ τον μήνα για ένα Facebook ή Google που δεν θα με παρακολουθούσε, θα αναβάθμιζε την κρυπτογράφησή του και θα με αντιμετώπιζε σαν έναν πελάτη του οποίου οι επιλογές και η ιδιωτικότητα είναι σημαντικές.
Οι δικές μας πληρωμές θα μπορούσαν να χρηματοδοτούν την πρόσβαση σε φτωχότερες χώρες, με τον ίδιο τρόπο που κάνουν οι διαφημίσεις. Αν έστω και το ένα τέταρτο των 1,5 δισ. χρηστών του Facebook πλήρωναν ένα δολάριο τον μήνα με αντάλλαγμα να μην τους παρακολουθούν ή να τους στοχεύουν βάσει των δεδομένων τους, θα συγκέντρωνε πάνω από 4 δισ. δολάρια τον χρόνο – ποσό σίγουρα αξιόλογο. Λέγεται ότι ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ ξόδεψε πάνω από 30 εκ. δολάρια για να αγοράσει σπίτια στο Πάλο Άλτο και πάνω από 100 εκ. για ένα απομονωμένο κομμάτι γης στη Χαβάη. Γνωρίζει ότι η ιδιωτικότητα αξίζει τα λεφτά μας. Γιατί λοιπόν δεν μας αφήνει να δώσουμε μερικά δολάρια για να προστατεύσουμε τη δική μας;
* Η Zeynep Tufekci είναι καθηγήτρια στη σχολή Information and Library Science στο πανεπιστήμιο της Βορείου Καρολίνας