Αν έπρεπε να ορίσουμε τη «Μεταπολίτευση», καθώς βιώνουμε τη λήξη της και έχοντας ζήσει την έναρξή της, θα κάναμε λόγο για ένα μεσοδιάστημα που ξεκίνησε με την πτώση της δικτατορίας και τερματίστηκε πιθανότατα τον Απρίλιο του 2010, όταν ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου απηύθυνε διάγγελμα στον ελληνικό λαό από το ακριτικό Καστελόριζο. Οπως συνήθως συμβαίνει με τις ωραίες παρενθέσεις, έτσι κι αυτή έκλεισε απότομα, παρά την αστήρικτη πεποίθησή μας πως έμελλε να διαρκέσει για πάντα. Επιχειρώντας μια πρόχειρη αναδρομή σ’ εκείνα τα χρόνια συνειδητοποιεί κανείς με απογοήτευση ότι προϊόντος του χρόνου αφεθήκαμε σε μια αδιατάρακτη μακαριότητα σαν να μην είχαμε ακούσει ποτέ για τους κύκλους της ζωής.
Παρά τις επί μέρους διαφωνίες στην αποτίμησή της, θα πρέπει τουλάχιστον να συμφωνήσουμε πως η Μεταπολίτευση συνιστά την καλύτερη περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ποτέ το μέλλον δεν υπήρξε τόσο ευοίωνο, οι συνθήκες τόσο ευνοϊκές και τα μέσα τόσο πρόσφορα για την επίτευξη κοινών και προσωπικών στόχων όσο εκείνα τα χρόνια. Γι’ αυτό μας βεβαιώνουν οι παλιότεροι, οι οποίοι είχαν μάθει να υποδέχονται το ένα κακό μετά το άλλο σε μια ατέρμονη αλυσίδα καταστροφών. Αμβλύνθηκαν οι κοινωνικές αντιθέσεις, επουλώθηκαν χαίνουσες πολιτικές πληγές· για πρώτη φορά ο χρόνος φάνηκε να είναι με το δικό μας μέρος. Κι ας μην υποτιμήσουμε το γεγονός πως μείναμε μακριά από συμπλοκές και πολέμους: μια αναδρομή στο ιστορικό παρελθόν ή ακόμη και η ανάγνωση της σημερινής ειδησεογραφίας αρκούν για να αντιληφθούμε πόσο δύσκολο είναι να κρατηθεί μια τόσο εύθραυστη ισορροπία για τέσσερις συναπτές δεκαετίες σε μια περιοχή όπως τα Βαλκάνια.
Θα χρειαστεί, φαντάζομαι, αρκετή προσπάθεια να βρούμε έναν κοινό παρονομαστή για να αξιολογήσουμε τη Μεταπολίτευση και να καταλήξουμε σε καθολικά αποδεκτά συμπεράσματα ως προς τις αστοχίες και τα επιτεύγματά της. Για κάποιους θα αποτελεί πάντα μια χρυσή εποχή την οποία θα αναπολούν ελπίζοντας –μάταια, καθώς φαίνεται –στη σύντομη επανάληψή της, για άλλους μια ευκαιρία που πέρασε ανεκμετάλλευτη και για μια θλιβερή μειοψηφία όψιμων φασιστών ανάμεσά μας τίποτα περισσότερο από μητέρα όλων των σημερινών δεινών. Θα ήταν βεβαίως από κάθε άποψη αφελές να την ορίσουμε απλώς και μόνο ως μια περίοδο σταθερούς ακμής (ή παρατεταμένης παρακμής, ανάλογα με την οπτική γωνία) χωρίς σκαμπανεβάσματα και διακυμάνσεις. Ωστόσο, και δεδομένης της εγγενούς μας τάσης προς τον διχασμό (που, ειρήσθω εν παρόδω, ξαναφούντωσε σαν κακός πυρετός τα τελευταία χρόνια), θα είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολο να τη διαβάσουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο.
Οπως και αν αντιλαμβάνεται κανείς την έννοια του χρέους που μας κληροδότησε η Μεταπολίτευση (είτε ως εφιαλτικό οικονομικό βάρος στις πλάτες δικαίων και αδίκων είτε ως υποχρέωση διαφύλαξης ενός σημαντικού μέρους όσων κατακτήθηκαν στον καιρό της), το βασικό ζητούμενο είναι τώρα ο τρόπος διαχείρισής του: αφήνοντας πίσω μας τις μαξιμαλιστικές πρακτικές των πρώτων δεκαετιών ’80 και ’90, τις αμετροέπειες και τον στρουθοκαμηλισμό της ύστερης περιόδου αλλά και χωρίς να συναινέσουμε αψήφιστα στις πρακτικές των τωρινών «εκκαθαριστών» της. Σε άλλη περίπτωση η Μεταπολίτευση κινδυνεύει να μετατραπεί σε μακρινή ανάμνηση για όσους την έζησαν και κενή περιεχομένου παρένθεση για τις γενιές που θα έρθουν.
Ο κ. Χρήστος Αστερίου είναι συγγραφέας. Το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του «Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ