Οσοι διαθέτουν τον χρόνο και το χρήμα για να περιηγούνται τον γαλάζιο πλανήτη διαπιστώνουν τα τελευταία χρόνια ότι κάποιοι προορισμοί δεν είναι τόσο φθηνοί όσο νόμιζαν. Μιλάμε για τις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες, για χώρες τις οποίες οι ειδικοί κατατάσσουν στην κατηγορία των «αναπτυσσομένων», αλλά στη συνείδηση των μη ειδικών είναι καταχωρισμένες στην κατηγορία των φτωχών. Οσα διαπιστώνουν οι περιηγητές ως παρατηρήσεις στα ταξιδιωτικά τους ημερολόγια εκμεταλλεύονται οι επενδυτές για να πλουτίσουν. Συχνά για να γίνουν κάποτε και αυτοί περιηγητές. Ονειρο βέβαια κατά κανόνα ανεκπλήρωτο, επειδή αίφνης διαπιστώνουν ότι έχουν ξεπεράσει την περιηγητική ηλικία και έτσι το ρίχνουν στον τουρισμό και, ακόμη χειρότερα, στα «all inclusive».
Πολλά από τα κέρδη τους (σε χρήμα, όχι σε εμπειρίες) οι επενδυτές τα πραγματοποιούν χάρη στην αύξηση των τιμών των υπηρεσιών και των προϊόντων στις αναπτυσσόμενες χώρες. Διότι η αύξηση των τιμών οφείλεται εν πολλοίς στην ανατίμηση των νομισμάτων των χωρών αυτών, που ήταν αξιοσημείωτη την τελευταία δεκαετία, όπως αναφέρει η Εμα Μπόιντ των «Financial Times». Η συντάκτρια της βρετανικής οικονομικής εφημερίδας βασίζει τις διαπιστώσεις της στην εξέλιξη ενός δείκτη που έχει επινοήσει εδώ και χρόνια το (επίσης βρετανικό) περιοδικό «Economist». Πρόκειται για τον περίφημο Big Mac Index, τον δείκτη που βασίζεται στη σύγκριση των τιμών πώλησης ενός διπλού χάμπουργκερ της McDonald’s. Διότι η αμερικανική αλυσίδα ταχυφαγείων είναι πανταχού παρούσα ανά την υφήλιο, το προϊόν είναι ακριβώς το ίδιο και ως εκ τούτου η σύγκριση πολύ εύκολη.
Δείκτης-«βαρόμετρο»


Η επινόηση του οικονομικού δείκτη, ιδιοφυής το δίχως άλλο, βασίστηκε σε μια ανακάλυψη που είχαν κάνει το 1964 διαπρεπείς οικονομολόγοι με προεξάρχοντα τον νομπελίστα Πολ Σάμιουελσον, ότι οι ισοτιμίες των νομισμάτων των αναδυόμενων οικονομιών συγκριτικά με τα νομίσματα των ανεπτυγμένων σε βάθος χρόνου θα ενισχύονται διαρκώς. Βεβαίως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες τους οποίους συνυπολογίζουν οι οικονομολόγοι όταν αναφέρονται στην πορεία των τιμών των αγαθών και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, όπως είναι η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μιας χώρας ή το κόστος της εργασίας. Αλλά ο δείκτης Big Mac παραμένει μια εμβληματική ένδειξη που υποδηλώνει αν το νόμισμα κάποιας χώρας είναι υποτιμημένο ή υπερτιμημένο. Γι’ αυτό και αποτελεί «βαρόμετρο» για τις αποφάσεις όσων επενδύουν στις αγορές συναλλάγματος.
Βεβαίως αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει τον τολμηρό κόσμο των επενδύσεων είναι το ρίσκο –αν και εσχάτως ο κίνδυνος να χάσει κανείς τα λεφτά του επεκτάθηκε και στον συντηρητικό κόσμο των αποταμιεύσεων. Τα τελευταία χρόνια –και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 που άλλαξαν τον ρουν της καθημερινότητας όλων των ανθρώπων σε αυτόν τον πλανήτη –σταθερές όπως αυτή του δείκτη Big Mac ή της διαπίστωσης του Σάμιουελσον ότι σε προοπτική 20ετίας ή 30ετίας ένα νόμισμα μιας αναπτυσσόμενης χώρας θα ενισχυθεί, δεν είναι ακλόνητες. Με στρατιωτικούς όρους θα λέγαμε ότι οι επενδυτικοί κίνδυνοι έγιναν και αυτοί ασύμμετροι.
Προσοχή στους άσχετους διαχειριστές


«Τα οικονομικά μοντέλα είναι χρήσιμα, αλλά πρέπει να χρησιμεύουν μόνο ως δείκτες για τη διαπίστωση κάποιων γενικών και διόλου ασφαλών τάσεων», σημειώνει ο Αντριου Κλερ, καθηγητής στην Cass Business School του Πανεπιστημίου Σίτι του Λονδίνου. Ο βρετανός καθηγητής ξεχωρίζει τις αγορές συναλλάγματος, όπου οι εξελίξεις επηρεάζονται από παραμέτρους ξεχωριστές για κάθε χώρα και το νόμισμά της, που είναι πρακτικά αδύνατο να προβλεφθούν. «Εν προκειμένω, ακριβέστερος δείκτης επενδύσεων –αλλά και πολύ ασταθής υπό τις παρούσες αβέβαιες συνθήκες και τους ευμετάβλητους συσχετισμούς δυνάμεων σε περιφερειακό επίπεδο –είναι σήμερα ο δείκτης πολιτικής σταθερότητας. Διότι το πρώτο που θα συμβεί σε περίπτωση που θα απειληθεί η πολιτική σταθερότητα σε μια χώρα θα είναι να καταρρεύσει το νόμισμά της» εξηγεί.
Αυτό σημαίνει ότι όσοι αποφασίσουν να εμπιστευθούν τις οικονομίες τους σε funds που επενδύουν στις αγορές συναλλάγματος θα πρέπει να ερευνούν με σχολαστικότητα το «καλάθι» των νομισμάτων και τις αγορές στις οποίες επενδύουν τα συγκεκριμένα funds. «Ο κίνδυνος έγκειται σε διαχειριστές κεφαλαίων που γνωρίζουν άριστα τις αγορές κεφαλαίων και επιλέγουν τις καλύτερες μετοχές, αλλά το fund που διαχειρίζονται υποχρεούται να επενδύει μέρος του κεφαλαίου του και στις αγορές συναλλάγματος, τις οποίες δεν γνωρίζουν καλά» σημειώνει ο Αντριου Κλερ. Οι θεσμικοί επενδυτές γνωρίζουν τα ρίσκα αυτά. Οι λοιποί, κατά τον βρετανό καθηγητή, θα πρέπει να ερευνούν αν το fund που εμπιστεύονται επενδύει σε βραχυπρόθεσμη βάση σε κάποιο νόμισμα κυρίως αναδυόμενων οικονομιών.
Σε γενικές γραμμές οι ειδικοί θεωρούν ότι τα επόμενα χρόνια οι αποδόσεις των επενδύσεων σε συνάλλαγμα δεν θα είναι υψηλές. «Δεν περιμένουμε θεαματικές αποδόσεις. Οι επενδύσεις στις αναδυόμενες αγορές δεν θα ξεπεράσουν το 5% και σε βάθος χρόνου το 7% ετησίως» εκτιμά ο Θάνος Παπασάββας της Investec. Ε, αν από τις επενδύσεις κερδίζει κανείς όσα κερδίζει από τις προθεσμιακές καταθέσεις –και με δεδομένη πλέον την ανασφάλεια των καταθέσεων -, ίσως είναι καιρός για τους επενδυτές να το φιλοσοφήσουν λίγο το θέμα. Να αναλογιστούν ότι ο χρόνος κυλά («tempus fugit» έλεγαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι) και να πάψουν να σπαταλούν την ηλικία των περιηγήσεων.
Υποτιμημένες Κίνα και Τουρκία, υπερτιμημένες Βραζιλία και Ρωσία
Ο ομογενής οικονομολόγος Θάνος Παπασάββας, ειδικός στις επενδύσεις σταθερού εισοδήματος και συναλλάγματος της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων Investec, μιλώντας στους «Financial Times» δηλώνει ότι γνώμονας για τις αποφάσεις επενδύσεων σε συνάλλαγμα είναι διαρθρωτικές εξελίξεις σε μια χώρα, όπως οι δημογραφικές, η ύπαρξη ορυκτού πλούτου, η συνέχεια της οικονομικής στρατηγικής ή η αναθεώρησή της από την εκάστοτε κυβέρνηση, η δημοσιονομική ευταξία, αλλά και οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες και η πολιτική αστάθεια.
Ετσι σε ό,τι αφορά την Ασία η επενδυτική ομάδα της Investec θεωρεί πως είναι υπερτιμημένα τα νομίσματα της Ινδίας, της Ινδονησίας και της Ταϊβάν και υποτιμημένα αυτά των Φιλιππινών, της Σιγκαπούρης και της Κίνας. Στη Λατινική Αμερική υπερτιμημένα κρίνει τα νομίσματα της Βραζιλίας (ως πρόσφατα η Investec θεωρούσε το ρεάλ υποτιμημένο) και υποτιμημένα (άρα με προοπτικές ενίσχυσής τους) τα νομίσματα της Χιλής και της Κολομβίας. Από τις άλλες αναδυόμενες αγορές, υπερτιμημένες θεωρούνται η ρωσική και η νοτιοαφρικανική και υποτιμημένες η τουρκική και η ισραηλινή.
Ο Τζούλιαν Σιθαραμντού της HSBC Global Asset Management εστιάζει την προσοχή του σε μακροπρόθεσμες τάσεις στις αναδυόμενες αγορές, όπως είναι η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών σε σύγκριση με το ύψος των αμοιβών και το επίπεδο ζωής τους. Ο Σιθαραμντού θεωρεί ότι σε γενικές γραμμές τα ασιατικά νομίσματα είναι υποτιμημένα διότι οι αποδοχές των Ασιατών έχουν ενισχυθεί σημαντικά, ενώ τα νομίσματα της Λατινικής Αμερικής είναι σε γενικές γραμμές υπερτιμημένα.

HeliosPlus