Η ξιπασιά έχει τους ήρωές της, τους πετυχημένους, λαμπερούς, τους νικητές της ζωής. Αυτοί βρίσκουν μια θέση στις σελίδες των ιλουστρασιόν εντύπων. Ταυτόχρονα οι «παρίες» της εποχής μας, οι αφανείς ήρωες της ελληνικής καθημερινότητας, βρίσκουν μια θέση στις σελίδες του Βαγγέλη Προβιά. «Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης» είναι συλλογή διηγημάτων που αν μη τι άλλο αποτελεί ευχάριστη έκπληξη, για τα θέματα, τη γραφή και την τεχνική (εκδόσεις Ολκός).
Ο Προβιάς δίνει τη δική του απάντηση σε ερωτήματα που πιθανώς να μην έχει αρθρώσει ο αναγνώστης. Πώς νιώθει με την καφέ στολή το κοριτσάκι που μοιράζει διαφημιστικά μπισκότα στο σούπερ μάρκετ; Χαίρεται που βρήκε δουλειά, νιώθει αμήχανα για την αμφίεση και θα ήθελε να την κοιτούν στα μάτια – να μην την προσπερνούν σαν να είναι έπιπλο. Πώς νιώθει το αγόρι που μεγαλώνει μόνο του επειδή η μαμά τραγουδάει στα μπουζουξίδικα άλλων πόλεων; Καταφέρνει στο τέλος να συμφιλιωθεί με την συνθήκη όπως καταφέρνει να συμφιλιωθεί με τη χώρα στην οποία ενηλικιώνεται.
Αυτοί είναι οι ήρωες του Βαγγέλη Προβιά: ένας ταξιτζής που δουλεύει διπλοβάρδια. Ενας πρώην υπότροφος ακριβού σχολείου που κάθε χρόνο θυμάται ότι δεν είχε κάποτε τη δυνατότητα να αγοράσει στολή για την παρέλαση. Ένα αγόρι που ζηλεύει τον καλύτερο φίλο του για το λογοτεχνικό του ταλέντο και προσπαθεί να ξεχάσει ότι κάποτε βρέθηκαν μαζί στο κρεβάτι. Μια νοσοκόμα σε χριστουγεννιάτικη βάρδια που αφήνει το σνακ της για να καθαρίσει μια ηλικιωμένη. Ένα αγόρι που ντρέπεται επειδή η μάνα του καλεί στο τραπέζι του εστιατορίου κάποια ζητιάνα.
Αν υπάρχει μια γραμμή που ενώνει νοερά τα 17 διηγήματα αυτή είναι η γραμμή της κατανόησης. Δεν πρόκειται για μελοδραματικές συγχωρέσεις αλλά για κατανόηση: ποιοι είναι οι ήρωες και γιατί καταλήγουν σε ορισμένες επιλογές. Αν υπάρχει μια ομορφιά σε αυτό το βιβλίο αυτή βρίσκεται στηνπρόθεση συγκίνησης χωρίς γκροτέσκο. Λεπτότητα αισθημάτων με όχημα καλογραμμένες παραγράφους. Δεν θα έλεγε κανείς ότι ο Προβιάς αναδεικνύεται από το προσωπικό ύφος στη διατύπωση (δεν είναι Καρυστιάνη) εντούτοις τα στρωτά, απλά ελληνικά εξυπηρετούν την περιγραφή, των σκηνών, των σκηνικών και των αισθημάτων.
Ο Βαγγέλης Προβιάς γράφει αληθινό διήγημα, με την παραδοσιακή φόρμα που παραπέμπει σε τεχνίτες του 19ου αιώνα. Πιθανώς να έχει διαβάσει πολύ Γκι ντε Μοπασάν. Τι εννοούμε: δεν προσπαθεί να χωρέσει την πλοκή ενός μυθιστορήματος μέσα σε λίγες σελίδες. Πιάνει τη στιγμή και την περιβάλλει με τις πληροφορίες που είναι απολύτως απαραίτητες για τη σκιαγράφηση του εκάστοτε ήρωα. Είναι καλός ο Βαγγέλης Προβιάς σε αυτό που δοκιμάζει, πολύ καλός.