Σάϊμον Σίμπαγκ Μοντεφιόρε
Ιερουσαλήμ. Η βιογραφία
Μετάφραση Ρένα Χατχούτ,
Επιμέλεια Στέλλα Βρετού.
Εκδόσεις Ωκεανίδα, 2014,
σελ. 754, τιμή 25 ευρώ

Ως πριν από μερικά χρόνια ξέραμε ότι βιογραφία έχουν μόνο οι άνθρωποι. Από το 2000, όμως, όταν ο Πίτερ Ακρόιντ εξέδωσε το εντυπωσιακό βιβλίο του για το Λονδίνο χαρακτηρίζοντάς το «βιογραφία», τα πράγματα άλλαξαν. Τώρα οι πόλεις μπορούν να βιογραφηθούν, αν τις θεωρήσουμε ζωντανούς οργανισμούς οι οποίοι περιέχουν τη ζωή όσων τις κατοίκησαν, εκείνων που πέρασαν από εκεί και άφησαν το αποτύπωμά τους και όσων προσπάθησαν να τις αλλάξουν ή ακόμη και να τις καταστρέψουν.

Ετσι δεν είναι ανεξήγητο που την ογκωδέστατη ιστορία του της Ιερουσαλήμ ο ιστορικός Σάιμον Σίμπαγκ Μοντεφιόρε, γνωστός από τα βιβλία του για τη σταλινική εποχή, την ονομάζει βιογραφία. Ισως ο χαρακτηρισμός να ταιριάζει περισσότερο για την πόλη αυτή από όσο του Ακρόιντ για το Λονδίνο. Διότι η Ιερουσαλήμ είναι δισυπόστατη: ιερή και κοσμική ταυτοχρόνως, μισή στη γη και μισή στον ουρανό, μισή πραγματική και μισή είδωλο και φαντασίωση όσων την ονειρεύτηκαν, την κυρίευσαν, την γκρέμισαν, την ξανάχτισαν και την πρόβαλαν στο μεταφυσικό και εθνικό τους κάτοπτρο. Ως θεία εικόνα, ως τόπο προορισμού αλλά και απόδρασης προς έναν εικονικό παράδεισο λάμψης και «ψηλώματος του νου», όπως και ως τόπο απίστευτης βίας και αίματος.

Ο ιστορικός Σάιμον Σίμπαγκ Μοντεφιόρε

Τι είναι λοιπόν η Ιερουσαλήμ; «Η ιστορία του ουρανού και της γης», όπως έλεγε ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι, ή «μια γριά νυμφομανής που στραγγίζει μέχρι θανάτου τον έναν εραστή της μετά τον άλλον, προτού τον πετάξει αδιάφορα από πάνω της μ’ ένα χασμουρητό, μια μαύρη χήρα που καταβροχθίζει τους συντρόφους της πριν ακόμη τελειώσουν μαζί της», όπως λέει ο Αμος Οζ; Ακόμη πιο οξύς φαντάζει ο χαρακτηρισμός του Μουκαντάσι: «Η Ιερουσαλήμ είναι ένα χρυσό κύπελλο γεμάτο σκορπιούς».

Αυτά και αμέτρητα άλλα θα βρει ο αναγνώστης σε τούτο το απαράμιλλης γοητείας και αγριότητας βιβλίο-καθρέφτη μιας πόλης που ζει και μεταμορφώνεται συνεχώς στα 3.000 χρόνια του βίου της, από τον καιρό του Δαβίδ ως τις ημέρες μας. Μιας πόλης πραγματικής και άλλο τόσο φευγαλέας, αέρινης και ζοφερής ταυτοχρόνως. «Η ιστορία της είναι η ιστορία του κόσμου» γράφει στην εισαγωγή του ο Μοντεφιόρε, αλλά και «το χρονικό μιας συχνά πάμπτωχης επαρχιακής πόλης ανάμεσα στους λόφους της Ιουδαίας». Και επιπλέον, πολιτικά και στρατιωτικά ασήμαντης.
Εδώ όμως συγκρούστηκαν τρεις μεγάλες θρησκείες, ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός και ο μωαμεθανισμός, και σήμερα η Ιερουσαλήμ είναι το πεδίο συγκρούσεων των αντίστοιχων πολιτισμών. Πόλη της πίστης αλλά και της μισαλλοδοξίας, πόλη του ουρανού αλλά και της αλόγιστης επίγειας βίας.
Οι φοβερές αυτές αντιφάσεις όμως μπορούν να κατανοηθούν μόνο αν έχει κανείς την εποπτεία της ιστορίας της. Και αυτό επιχείρησε και επέτυχε να μας δώσει ο Μοντεφιόρε.
Αν η λέξη «μνημειακό» έχει ακόμη κάποιο νόημα στις ημέρες μας, ασφαλώς το βιβλίο του είναι μνημειακό, γραμμένο με αντικειμενικότητα αλλά και, ας πούμε, «βιωματική θέρμη», από εκείνα που γράφονται κάθε 20 τουλάχιστον χρόνια.
Ενα βιβλίο 750 σελίδων μεγάλου σχήματος την σήμερον ημέρα μπορεί να τρομάξει και τον πιο υπομονετικό αναγνώστη. Εν τούτοις, όποιος αρχίσει να το διαβάζει δεν θα θέλει να το αφήσει από τα χέρια του.
Αν κατά το λεγόμενο η γάτα είναι εφτάψυχη, η Ιερουσαλήμ έχει εννιά ψυχές, όσα και τα μέρη του βιβλίου. Το πρώτο μέρος καλύπτει την ιουδαϊκή της περίοδο, το δεύτερο την παγανιστική, το τρίτο τη χριστιανική και το τέταρτο την ισλαμική. Πέμπτη είναι η περίοδος των Σταυροφοριών, έκτη των Μαμελούκων, έβδομη η αυτοκρατορική, όταν κυρίευσαν την πόλη πρώτα ο Ναπολέων και αργότερα ο Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου με τον γιο του, τον γνωστό μας Ιμπραήμ που λεηλάτησε την Ελλάδα, και ένατη η σιωνιστική περίοδος, η οποία διαρκεί από τις αρχές του 20ού αιώνα ως τις ημέρες μας.
Δύσκολο να πει κανείς ποια από τις περιόδους αυτές ήταν η αιματηρότερη. Ισως η καθοριστικότερη –και όχι μόνο γιατί βρίσκεται πιο κοντά σ’ εμάς –είναι η τελευταία, που σηματοδότησε την καταστροφή των Αράβων, τη διχοτόμηση της πόλης και τελικά την προσάρτησή της από το κράτος του Ισραήλ μετά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών το 1967. Η Ιερουσαλήμ είναι δισυπόστατη, γήινη και ουράνια, αλλά σήμερα μοιάζει κομμένη στα δύο περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Η ιστορία μιας πόλης σαν κι αυτή δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει, εκτός από τα πραγματικά γεγονότα, και τους μύθους που τα συνόδευσαν και συχνά τα προκάλεσαν. «Η επίδραση των θρησκειών και των θαυμάτων τους στην ιστορία της Ιερουσαλήμ είναι αναντίρρητα αληθινή και είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς την Ιερουσαλήμ δίχως κάποιον σεβασμό για τη θρησκεία» γράφει ο Μοντεφιόρε. Επομένως, το ερμηνευτικό πλαίσιο παρουσιάζεται εξαιρετικά δύσκολο –όχι όμως γι’ αυτόν τον συγγραφέα –αφού και τα επίπεδα της αλήθειας είναι πολλά.
Τα παραπάνω ίσχυαν πάντα για την Ιερουσαλήμ –και σήμερα ακόμη περισσότερο, κατά τον Μοντεφιόρε, που εδώ έχει την ευκαιρία να αξιοποιήσει με τον πλέον γοητευτικό τρόπο το αφηγηματικό ταλέντο του. Τα πρόσωπα, τα γεγονότα, οι σκηνές των μαχών που περιγράφει έχουν μιαν αμεσότητα σπάνια για ιστορικό βιβλίο. Και ενώ όλα τεκμηριώνονται στην παραμικρότερη λεπτομέρειά τους, έχεις την αίσθηση ότι είναι προϊόντα μυθοπλασίας, ότι διαβάζεις δηλαδή ένα πολύ ωραίο μυθιστόρημα.
Τα ιστορικά πρόσωπα αναδύονται μέσα από τη στάχτη του χρόνου και εμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου σαν να ξύπνησαν από βαθύ ύπνο. Ο Ναπολέων, ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο Ζεγκί ο Αιμοσταγής, αλλά και ο Λόρενς της Αραβίας, ο Μπεν Γκουριόν, ο Μοσέ Νταγιάν, ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας και πλήθος άλλοι. Ολα μαζί και σε συνδυασμό με όσα συνέβησαν συνθέτουν τις τέσσερις εποχές της πόλης: του Δαβίδ, του Ιησού, των Σταυροφοριών και της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης.
Τα κεφάλαια που αναφέρονται στις Σταυροφορίες είναι από τα ωραιότερα του βιβλίου, ιδίως αυτό που καλύπτει την Τρίτη Σταυροφορία, όπου πρωταγωνιστούν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος της Αγγλίας, ο Φίλιππος Β’ Αύγουστος της Γαλλίας και ο σουλτάνος της Αιγύπτου και της Συρίας Σαλαδίνος.
Πόλη των ρομαντικών

Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει παράρτημα με τίτλο Γενεαλογικά δέντρα, όπου ο Μοντεφιόρε μας δίνει ονόματα και χρονολογίες των δυναστειών που κυβέρνησαν την Ιερουσαλήμ από το 160 π.Χ. ως τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα. Αρχίζοντας από τους Μακκαβαίους, προχωρώντας στην ηρωδιανή δυναστεία, στη συνέχεια στον προφήτη Μωάμεθ, τους χαλίφες και τις δυναστείες του Ισλάμ, κατόπιν στους σταυροφόρους βασιλείς της πόλης και, τέλος, στη χασεμιτική δυναστεία.
Η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε πολλές φορές –ανάλογα πάντα με το ποιος την καταλάμβανε. Κάθε φορά όμως που καταστρεφόταν η πραγματική πόλη εδημιουργείτο μια φανταστική. Την τελευταία οραματίστηκαν οι ρομαντικοί που την επισκέφθηκαν, όταν η πόλη δεν ήταν παρά ένας τεράστιος σωρός από ερείπια, εγκαταλελειμμένα κτίρια και ρημαγμένους τάφους.
Αυτή τη φανταστική πόλη οραματίστηκε ο Σατομπριάν όταν την επισκέφθηκε και ένιωσε απερίγραπτο σοκ από την ερημιά, τη βία, τους σκληρούς αλλά αναποτελεσματικούς Τούρκους, τους Εβραίους που θρηνούσαν και τους άγριους Αραβες. Αργότερα ένας άλλος ρομαντικός, Εβραίος που στα δώδεκα βαφτίστηκε χριστιανός, ο Ντισραέλι, όταν επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ, γοητεύθηκε από τα ρομαντικά στοιχεία που ανακάλυψε στην πόλη, «τη χαμένη πρωτεύουσα του Ιεχωβά», και μολονότι η φιλοδοξία του ήταν να γίνει πρωθυπουργός της μεγαλύτερης τότε αυτοκρατορίας στον κόσμο και «δεν θα διακινδύνευε την καριέρα του για οτιδήποτε εβραϊκό», ήταν εκείνος τελικά «που έφερε τη βρετανική εξουσία στην περιοχή κερδίζοντας την Κύπρο και αγοράζοντας τη Διώρυγα του Σουέζ».

Βατικανό της Μέσης Ανατολής
Αρκετές σελίδες αφιερώνονται στη σύγχρονη πόλη, στον Πόλεμο των Εξι Ημερών και στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, επίκεντρο της οποίας σήμερα, όπως και στο παρελθόν, είναι η Ιερουσαλήμ, που «για χίλια χρόνια ήταν αποκλειστικά εβραϊκή, για περίπου 400 χρόνια χριστιανική και για 1.300 χρόνια ισλαμική. Κανένα από τα τρία αυτά δόγματα δεν την κέρδισε ποτέ χωρίς το σπαθί, το μάγγανο ή το Χόβιτσερ» λέει ο Μοντεφιόρε. Η λύση θα ήταν ίσως η μετατροπή της σε ένα είδος Βατικανού της Μέσης Ανατολής, λέει επίσης. Η ιδέα δεν είναι κακή, αλλά φοβάται κανείς –άλλωστε το ίδιο φοβάται και ο ίδιος –ότι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί.
Στη μετάφραση και στην επιμέλεια του βιβλίου έγινε ιδιαίτερα προσεκτική δουλειά. Αρκεί μόνο να αναλογιστούμε την κατά το δυνατόν πλησιέστερη στην παράδοση και στο γλωσσικό μας αίσθημα μεταφορά του πλήθους των ονομάτων από τόσες διαφορετικές γλώσσες. Ετσι ο αναγνώστης μπορεί να απολαύσει αυτό το θαυμάσιο «ρεπορτάζ μέσα στους αιώνες».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ