Στην Ελλάδα του 6. π. Χ. αιώνα, και συγκεκριμένα στην Αθήνα, πολίτες που δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη τους δούλευαν για τους δανειστές, όπως μνημονεύουν ο Αριστοτέλης («Αθηναίων Πολιτεία», 1:2) και ο Πλούταρχος («Βίοι Παράλληλοι, Σόλων», 13: 1-6). Εγγύηση δανείου αποτελούσε «το σώμα» του πολίτη, δηλ. η προσωπική του ελευθερία και των μελών της οικογένειάς του. Το πρόβλημα πήρε εκρηκτικές διαστάσεις και δε διαφέρει πολύ από την καθημερινότητα που βιώνει ο μέσος Έλληνας πολίτης στην Ελλάδα του 21. αιώνα.
Οι πλούσιοι και ισχυροί της εποχής δανειοδοτούσαν με οργανωμένο σχέδιο τους φτωχούς (κυρίως αγρότες) που έχαναν τα υπάρχοντά τους στην απέλπιδα προσπάθεια να ξεχρεώσουν και γινόντουσαν δούλοι («και δη και εδούλευον οι πένητες τοις πλουσίοις και αυτοί και τα τέκνα και αι γυναίκες», κατά τον Σταγειρίτη). Η ζωή τους ήταν κυριολεκτικά στα χέρια των δανειστών. Όπως αναφέρει ο Χαιρωνέας, οι πιο τολμηροί άρχισαν τότε να συνενώνονται, να εμψυχώνουν ο ένας τον άλλο και να αναζητούν άνδρα έμπιστο και ικανό να τους απαλλάξει από τα δεινά: «οι δε πλείστοι και ρωμαλεώτατοι συνίσταντο και παρεκάλουν αλλήλους μη περιοράν, αλλ’ ελομένους ένα προστάτην άνδρα πιστόν αφελέσθαι τους υπερημέρους». Για καλή τους τύχη βρέθηκε ο Σόλωνας που εισήγαγε τη γνωστή «σεισάχθεια», δηλ. τη διαγραφή των χρεών.
Εμείς ζούμε βέβαια σε άλλη εποχή και κάτω από άλλες συνθήκες, αλλά και σήμερα οι περισσότεροι Έλληνες δουλεύουν για τους δανειστές και στην προσπάθεια να ανταποκριθούν στις συνεχώς αυξανόμενες οικονομικές υποχρεώσεις χάνουν ό, τι έχουν και δεν έχουν. Από τους δανειστές εξαρτάται τελικά αν θα δουλέψουμε και πού θα δουλέψουμε, αν θα έχουμε σπίτι ή δεν θα έχουμε, αν θα πάρουμε σύνταξη και αν παίρνουμε τι θα μάς αφήσουν, πώς θα ζήσουμε, πού θα ζήσουμε και αν θα ζήσουμε. Εκεί φτάσαμε, δηλ. εκεί μάς οδήγησαν.
Δυστυχώς, ο ισχυρός δεν άλλαξε τη στάση του απέναντι στον ανίσχυρο τα τελευταία 2.600 χρόνια και υιοθετεί την ίδια τακτική στο στήσιμο τού χρηματοπιστωτικού μηχανισμού, που στοχεύει βασικά στην παγίδευση τού δανειολήπτη, την οικονομική αιχμαλωσία και τη μακροχρόνια υποδούλωσή του. Και σήμερα το πρόβλημα δεν αφορά μεμονωμένα άτομα με τις οικογένειες τους αλλά ολόκληρους λαούς.
Ο «lupus» του Ρωμαίου Πλαύτου από το 2. π. Χ. αιώνα («lupus est homo homini», δηλ. ο άνθρωπος είναι λύκος για το συνάνθρωπό του) εξακολουθεί να είναι σαρκοβόρος και αιμοδιψής. Οι δανειστές ασφαλώς και δεν ασπάζονται την άποψη τού Τερέντιου, συμπατριώτη και ομότεχνου τού Πλαύτου, που απηχεί τον ανθρωπισμό του Μενάνδρου, «homo sum. humani nihil a me alienum puto», δηλ. είμαι άνθρωπος, και τίποτα το ανθρώπινο δεν μού είναι ξένο.
Τώρα το τι έκαναν οι κυβερνήσεις μας με το φτηνό χρήμα (όταν το επιτόκιο ήταν γύρω στο 0,5%) είναι μια άλλη, πονεμένη ιστορία που δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνούμε, αν και κατά τον Χέγκελ η ιστορία διδάσκει ότι οι λαοί και οι κυβερνήσεις δεν μαθαίνουν τίποτα από την ιστορία. Με την αποβιομηχάνιση της χώρας δρομολογημένη από οξυδερκείς πολιτικούς, το φτηνό χρήμα δεν έπεσε στην παραγωγή και ούτε πήγε βέβαια σε έργα υποδομής.
Κατασπαταλήθηκε κυρίως σε ατέλειωτους, ανεξέλεγκτους και κατά κανόνα αναξιοκρατικούς διορισμούς ομοϊδεατών, συγγενών, φίλων και ημετέρων στο δημόσιο, που μεγάλωνε με τις κρατικοποιήσεις τραπεζών, μέσων μεταφορών κτλ. για να εξασφαλιστεί η κομματική-εκλογική πελατεία που θα έδινε σαρωτικές, μονοκομματικές κυβερνήσεις. Οι μηχανές των κομμάτων εξουσίας χρειάζονταν καλό γρασάρισμα και σούπερ καύσιμα για μάξιμουμ απόδοση.
Πολύ σύντομα το (αντιπαραγωγικό) δημόσιο γιγαντώθηκε με την πελατειακή πολιτική και μεταμορφώθηκε σε αδηφάγο τέρας. Έτσι, για τη συντήρησή του, που για τα κόμματα ήταν (και παραμένει) «sine qua non», τα φτηνά εκατομμύρια (του 0,5 %) των δανείων έγιναν ακριβά δισεκατομμύρια (του 6,5 %). Ο κόμπος έφτασε αναπόφευκτα στο χτένι. Λίγο πολύ αυτά πληρώνουμε σήμερα (και μάλιστα όσοι δεν «τα έφαγαν»), πληρώνουν τα παιδιά μας και θα πληρώνουν και τα εγγόνια μας.
Αργά ή γρήγορα λοιπόν το δυσβάσταχτο χρέος, που υποδουλώνει ακόμη και τις επερχόμενες γενιές, δημιουργεί κοινωνική αναταραχή. Είναι άλλωστε θέμα αξιοπρεπούς επιβίωσης τού νομοταγούς πολίτη. Οι πιστωτές ξέρουν όμως καλά τη δουλειά τους. Κάπου κάπου λασκάρουν τη θηλιά γύρω από το λαιμό μας για να τη σφίξουν ωστόσο περισσότερο την ώρα που εκείνοι θεωρούν κατάλληλη.
Και δεν περιμένουμε βέβαια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να πάρει τη σωτήρια απόφαση που πήρε η Αθηναϊκή Πολιτεία όταν η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, όπως έχει φτάσει και σήμερα για εκατομμύρια πολίτες σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά ούτε και από τα εθνικά Κοινοβούλια για ευκολονόητους λόγους. Δύσκολα θα βρεθεί λοιπόν ένας νέος Σόλωνας και μια πολιτειακή αρχή που θα τον περιβάλλει με έκτακτες εξουσίες για να δώσει δίκαιη λύση στο πρόβλημα.
* Ο κ. Οδυσσέας Τσαγκαράκης είναι Ομότιμος καθηγητής κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και συγγραφέας.