Ηταν απόγευμα Κυριακής, την ώρα που οι οικογένειες πρέπει να είναι μαζί. Μια κανονική οικογένεια περπατάει με μια μπερδεμένη ιεραρχία κάπου στην Αθήνα. Ο πατέρας είναι μπροστά, λίγο βαρύ βήμα, ακουστικά στον λαιμό, κούραση αναδύεται από το βλέμμα του. Οι δύο διάδοχοι τον ακολουθούν κάτω από την κυριολεκτική και μεταφυσική σκιά του. Και και πίσω, η ταλαιπωρημένη και αμίλητη μητέρα. Κατά σύμπτωση, ανεβαίνουν και μια ανηφόρα, κάτι που ταιριάζει στη διάθεση του πατρός. Ενας επαίτης τούς ζητάει χρήματα. Γυρνάει πίσω και σχεδόν με απέχθεια του λέει: «Καλά, δεν βλέπεις πόσους έχω να θρέψω; Τι μου ζητάς λεφτά εμένα;». Τα δύο παιδιά σκύβουν ασυναίσθητα το κεφάλι, σχεδόν ντροπιασμένα που κουράζουν τον αποκαμωμένο από τη ματαιότητα της ζωής πατέρα τους. Η μητέρα χαμογελάει συμπονετικά και κοιτάζει το έδαφος. Μοιάζει σαν να συμπονά τον εαυτό της.
Η σκηνή είναι πραγματική, εκτυλίχθηκε πριν από λίγες ημέρες. Ηταν οι ίδιες ημέρες που όλος ο κόσμος έφριττε με την εικόνα ενός απορημένου ξανθού κοριτσιού που βρέθηκε στα Φάρσαλα μέσα στον καταυλισμό των Ρομά. Την ημέρα που ξεκίνησε η δικαιολογημένη ανατριχίλα στη σκέψη της κακοποίησης του παιδιού. Αλλά δεν γινόταν να μην το σκεφτείς: Από τη μία τα κυκλώματα που εκμεταλλεύονται παιδιά, οι αγοραπωλησίες βρεφών, η τρομακτική ελληνική γραφειοκρατία που μπορεί να την ξεγελάσει ο καθένας με την ελάχιστη ενέργεια και ευρηματικότητα, η τρομακτική ανθρώπινη ιστορία ενός παιδιού που μεγαλώνει χωρίς να ξέρει πού ανήκει, και ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπος με τα ΜΜΕ και τη συμπόνια του κόσμου όλου. Και από την άλλη, η κανονική ζωή.
Η ιστορία της μικρής ξανθούλας με το φοβισμένο βλέμμα ήρθε να προστεθεί σε άλλη μία τρομακτική υπόθεση. Οπως αποκάλυψε μία πρόσφατη έρευνα του Γιάννη Παπαδόπουλου στα «Νέα», την περίοδο 1998-2002, σύμφωνα με πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη, 502 παιδιά, από αυτά που ονομάζουμε «τα παιδιά των φαναριών», διέφυγαν από το Ιδρυμα «Αγία Βαρβάρα». Τα περισσότερα το έσκασαν μόνα τους. Μερικά έπεσαν θύματα απαγωγής. Εκτοτε η τύχη τους αγνοείται. Ο αριθμός τους δεν είναι ακριβής, ίσως και να είναι 428, ίσως και περισσότερα από 502. Το 2004 ο Συνήγορος του Πολίτη στο πόρισμά του απέδωσε τη δυσλειτουργία του προγράμματος στην υποστελέχωση του ιδρύματος και στην πλημμελή φύλαξη των ανηλίκων. Το 2012 η Επιτροπή του ΟΗΕ κατά των Βασανιστηρίων ζήτησε από την Ελλάδα καταλογισμό πειθαρχικών και ποινικών ευθυνών για την υπόθεση. Μετά τα δημοσιεύματα, ο υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου έδωσε εντολή στις δικαστικές Αρχές να ανασύρουν τον φάκελο και να ξεκινήσουν την έρευνα από μηδενική βάση.
Ολα αυτά αφορούν την κάπως αθέατη πλευρά της ζωής, το καθημερινό δράμα των εργαζόμενων ανηλίκων, των επαιτών, των αποκλεισμένων από τη ζωή, είναι όλα αυτά που αγγίζουν τον περισσότερο κόσμο μόνο όταν συναντηθούν με την «κανονική» ζωή. Διαφορετικά, είναι συνηθισμένη αδικία, σαν μια κακή ταπετσαρία που ύστερα από λίγο τη συνηθίζεις και την ανέχεσαι. Βλέποντας, όμως, την εικόνα από την «κανονική» οικογένεια του προλόγου, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς και τα υπόγεια παράλληλα δράματα. Την κανονική, αλλά νομιμοποιημένη κακοποίηση, αυτή που κανείς δεν την ελέγχει γιατί δεν ξεπερνάει τα όρια των τοίχων των διαμερισμάτων.
Τους έχω δει όλους αυτούς τους γονείς. Τον πατέρα στο γήπεδο Καραϊσκάκη που μάθαινε στον τετράχρονο γιο του να δείχνει τα αχαμνά του στους εχθρούς που φορούσαν πράσινα. Τα παιδιά της Χρυσής Αυγής στο νηπιαγωγείο να μαθαίνουν να μισούν προτού μάθουν τι σημαίνει η λέξη μίσος. Τους οδηγούς δικύκλων που ανεβάζουν και τα τέσσερα μέλη της φαμίλιας στο μηχανάκι και –είναι σίγουρο –πως αν τους κάνεις παρατήρηση θα κατηγορήσουν το μνημόνιο που δεν τους αφήνει να πάρουν αυτοκίνητο. Τη φωτογραφία του δολοφόνου του Παύλου Φύσσα από τον λογαριασμό του στο Facebook ντυμένο Αγιο Βασίλη να μοιράζει χαμογελαστός παιχνίδια σε παιδιά. Τους γονείς στις διακοπές που μοιάζουν, στην καλύτερη, να ανέχονται και, στη χειρότερη, να μισούν τα παιδιά τους.
Υπάρχει σύγκριση στις κανονικές και στις «λούμπεν» περιπτώσεις; Ισως όχι, σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχουν άκρα. Υπάρχει, όμως, μια λεπτή γραμμή που ενώνει τις μικρές και τις μεγάλες ιστορίες δράματος: Στη ζωή, για να κάνεις οτιδήποτε, από το να δουλέψεις μέχρι να οδηγήσεις και να μαγειρέψεις, χρειάζεται (ορθώς) δίπλωμα. Για το μοναδικό που δεν χρειάζεται καμία πιστοποίηση είναι το να γίνεις γονιός.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ