Πόσο γνωρίζουμε την παράδοση της λογοτεχνικής κριτικής μας; Αν κρίνουμε από τα γραφόμενα για τη λογοτεχνική κριτική στις Ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, θα λέγαμε ότι τη γνωρίζουμε ανεπαρκώς (οι αναφορές της σε αυτές είναι λίγες και αποσπασματικές). Υπάρχουν εποχές της λογοτεχνικής κριτικής μας ανερεύνητες, άλλες ερευνημένες ελλιπώς, και άλλες παρερμηνευμένες. Το ενδεικτικότερο: Μια Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής δεν υπάρχει (η πεπαλαιωμένη Ιστορία της νέας ελληνικής κριτικής του Αριστου Καμπάνη –1935 –ήταν περισσότερο ιστορία του γλωσσικού ζητήματος), όπως δεν υπάρχει και μια σημερινή ανθολογία της λογοτεχνικής κριτικής: Η καλή για την εποχή της Νεοελληνική Κριτική της Βασικής Βιβλιοθήκης (1956) είναι γεγηρασμένη, ενώ η Ελληνική κριτική σκέψη του Ζήσιμου Λορεντζάτου (1976) άκρως ιδεοληπτική (οι υπόλοιπες ανθολογίες κριτικής –των Εκδόσεων Μαλλιάρη, 1976 του Γιάννη Γουδέλη, 1991-1992 του Κώστα Τσιρόπουλου, 2002 –είναι ανθολογίες δοκιμίων και άρθρων κάθε γραμματειακού είδους, όχι λογοτεχνικής κριτικής).
Η λανθασμένη αντίληψη ότι η λογοτεχνική κριτική μας αποτελεί (αποτελούσε πάντοτε) τον φτωχό συγγενή της λογοτεχνίας μας απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι δεν τη γνωρίζουμε όσο θα έπρεπε στο επίπεδο της διαχρονίας της. Η άγνοια αυτή αποτελεί μιαν έλλειψή της. Εξ ου και το παράδοξο: να πιστεύουμε ότι δεν έχουμε ικανοποιητική λογοτεχνική κριτική, ενώ στην πραγματικότητα η κριτική μας, κρινόμενη όπως θα έπρεπε, δηλαδή με γνώμονα τις υλικές συνθήκες παραγωγής της, είναι ανώτερη από εκείνη την οποία θα περίμενε κανείς.
Μια επιβεβαίωση των όσων είπα παραπάνω μας δίνει η πρόσφατη έκδοση από την Ακαδημία Αθηνών (Ιδρυμα Ελένης και Κώστα Ουράνη) του τόμου Από τη λογοτεχνία στον κοινωνικό προβληματισμό, που συγκεντρώνει κείμενα του Γιάννη Μηλιάδη. Το όνομα του Μηλιάδη (1895-1975) είναι σήμερα άγνωστο στους νεότερους, ενώ οι παλαιότεροι, όσοι τον θυμούνται, θα φέρνουν στον νου τους τον αρχαιολόγο, τον επί σειρά ετών διευθυντή του Μουσείου Ακροπόλεως, ή και –αφηρημένα –τον συγγραφέα άρθρων και επιφυλλίδων σε αθηναϊκές εφημερίδες. Αμφιβάλλω, ωστόσο, αν υπάρχει σήμερα άνθρωπος που να συνδέει το όνομα αυτό με τη λογοτεχνική κριτική.
Οφείλουμε χάριτες στον Γιάννη Παπακώστα, τον φιλολογικό επιμελητή του τόμου, για τη γραμματειακή ανασκαφή του στο αρχείο του Μηλιάδη και σε περιοδικά και εφημερίδες του μεσοπολέμου, η οποία επανέφερε στο φως το συγγραφικό έργο αυτής της σπουδαίας πνευματικής προσωπικότητας. Ο τόμος περιέχει 115 κείμενα («Ποιήματα – Μεταφράσεις – Μελέτες και Αρθρα» –επιλογή από τα 472 που προέκυψαν από την έρευνα του Παπακώστα), τα οποία δείχνουν την έκταση των ενασχολήσεων του Μηλιάδη και το βάθος των γνώσεών του.
Οπως οι περισσότεροι ευαίσθητοι νέοι της εποχής του ο Μηλιάδης ξεκίνησε, δεκαπενταετής, να δημοσιεύει ποιήματα σε περιοδικά, με στίχους θαυμαστούς για την ηλικία του και μεταφράσεις ποιημάτων αρχαίων ελλήνων και γάλλων ποιητών, που δείχνουν ότι θα εξελισσόταν σε σημαντικό ποιητή, αν πολύ γρήγορα δεν αισθανόταν ότι τον ενδιαφέρουν και άλλα πράγματα. Καθώς ήταν πνεύμα εξαρχής στοχαστικό, από τις λογοτεχνικές του φιλοδοξίες κράτησε μόνο εκείνη της κριτικής. Ζώντας σε μιαν εποχή μεγάλων ιστορικών γεγονότων, που προκαλούσαν ανάλογες αναταράξεις στον χώρο των ιδεών, ανοίχτηκε με αποφασιστικότητα σε πολλά πεδία των ουμανιστικών αναζητήσεων. Ετσι, εκτός από τα αρχαιολογικά και τα περί λογοτεχνίας, δημοσίευσε και κείμενα ιστορικά, πολιτικής φιλοσοφίας, θεατρολογικά, τεχνοκριτικά, παιδαγωγικά. Ο Μηλιάδης πραγματεύεται όλα τα θέματα για τα οποία γράφει με την επάρκεια του ειδικού και την ευαισθησία του καλλιτέχνη –θα έλεγα: με βαθιά επάρκεια και λεπτή ευαισθησία, γιατί μόνο αυτά μπορούν να διαμορφώσουν ύφος αβίαστο και στιβαρό και χιούμορ ουσιώδες όπως αυτό του Μηλιάδη.
Τα κείμενα λογοτεχνικής κριτικής του τόμου μαζί με τα άρθρα του Μηλιάδη για το γλωσσικό ζήτημα δεν είναι περισσότερα από είκοσι και όλα μαζί δεν ξεπερνούν τις 230 σελίδες. Ο Παπακώστας στην πληρέστατη εισαγωγή του στον τόμο επισημαίνει την «οξύτατη φιλολογική και κριτική ματιά» του συγγραφέα τους. Πιστεύω ότι τα κείμενα αυτά, παρ’ ότι λίγα, αρκούν για να εξασφαλίσουν στον Μηλιάδη μια θέση ανάμεσα στους καλύτερους λογοτεχνικούς κριτικούς της γενιάς του ’20. Η σύγκρισή τους με το κριτικό έργο του Τέλλου Αγρα και του Κλέωνος Παράσχου είναι αναπόφευκτη, και δεν αποβαίνει μειωτική για τον Μηλιάδη.
Το κείμενο του Μηλιάδη για τον Γρυπάρη είναι ό,τι καλύτερο έχει γραφεί για τον ποιητή των «Εστιάδων» (αρκεί η σύγκρισή του με τη μελέτη του Αγρα για τον Γρυπάρη για να το διαπιστώσει κανείς αυτό). Τα τρία κείμενά του για τον Σικελιανό είναι καίρια. Η ανάλυσή του των «Νέων της Σιδώνος» του Καβάφη είναι επίτευγμα ενός δεξιοτέχνη της λογοτεχνικής κριτικής, ενώ ο διάλογός του με τον Παράσχο για την έννοια του ιμπρεσιονισμού και του φορμαλισμού στην κριτική δείχνει τη διαύγεια της θεωρητικής του εποπτείας.
Εξίσου θαυμαστή είναι και η γλώσσα του Μηλιάδη ήδη από την πρώτη εμφάνισή του. Διαβάζοντας κανείς κείμενά του της δεκαετίας του ’20 και του ’30 νομίζει ότι διαβάζει κείμενα που έχουν γραφεί στη σημερινή κοινή νεοελληνική, και όχι στη δημοτική της εποχής τους. Τόσο στρωτή και απαλλαγμένη από καθαρευουσιανισμούς ή ψυχαρισμούς είναι η γλώσσα τους.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ