Σπάνια στις μέρες μας το ήθος και το ύφος ευοδώνονται μαζί, αν και συχνά εμφανίζονται ως αυτονόητη εξίσωση. Συνήθως συμμαχούν σε μιαν επιχείρηση αμοιβαίας προκάλυψης: το αμφίβολο ήθος επικαλείται ως εγγύηση το ομόλογο ύφος και αντιστρόφως. Οι λίγες εξαιρέσεις απωθούνται, κατά κανόνα με τη μέθοδο της μερικής ή ολικής αποσιώπησης. Παράδειγμα ο πρόσφατος θάνατος του Κωστή Σκαλιόρα, που μετά βίας πέρασε ως είδηση μισής μέρας, μολονότι πρόκειται για μια από τις πιο τίμιες μορφές και φωνές του δημόσιου βίου μας. Επείγει επομένως να απογραφούν τα πεπραγμένα της ζωής και της γραφής του, στην εποχή κυρίως του ατροφικού μας πολιτισμού. Σ’ αυτήν την οφειλή σκοπεύει το προκείμενο Μονοτονικό.
Προηγείται ένα παράθεμα από «Το τέλος του παχνιδιού» του Μπέκετ, μεταφρασμένο από τον Σκαλιόρα εξ επαφής θα επανέλθω. Συνομιλούν (καθηλωμένο αφεντικό) ο τυφλός Χαμ και ακάθιστος ο Κλοβ (αυτόβουλός του υπηρέτης). «ΧΑΜ: Η φύση μάς ξέχασε. ΚΛΟΒ: Δεν υπάρχει πια φύση. ΧΑΜ: Δεν υπάρχει πια φύση! Τα παραλές. ΚΛΟΒ: Στα περίχωρα. ΧΑΜ: Μ’ αφού αναπνέουμε, αλλάζουμε! Χάνουμε τα μαλλιά μας, τα δόντια μας! Τη δροσιά μας! Τα ιδανικά μας! ΚΛΟΒ: Τότε δεν μας ξέχασε».
Επονται κάποιες σημειώσεις, μοιρασμένες στον κριτικό, μεταφραστικό, συνεργατικό και εκδοτικό λόγο και ρόλο του Κωστή Σκαλιόρα. Στον κριτικό χώρο εξέχουν: η κινηματογραφική κριτική στο «Βήμα» (1959-1974), η θεατρική στον «Ταχυδρόμο» (1963-1967) και οι επιφυλλίδες, στο «Βήμα» πάλι (1971-1975). Στην περιοχή της μετάφρασης ξεχωρίζουν ακμαία έργα του Μολιέρου, του Γκολντόνι, του Σώου, του Κλωντέλ, του Μπρεχτ, του Μπέκετ, του Γκομπρόβσκι. Στον συνεργατικό τομέα η αρμοδιότητα εκτελεστικού συμβούλου στις «Εποχές» και οι συνεργασίες στην «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» και στην «Καινούρια Εποχή». Στον εκδοτικό η ίδρυση της «Θεατρικής Βιβλιοθήκης» με νεοελληνικές μεταφράσεις σπουδαίων έργων της ευρωπαϊκής και αμερικανικής λογοτεχνίας.
Η σημαντικότερη ωστόσο προσφορά του Σκαλιόρα αναγνωρίζεται στην άσκηση διευθυντικών καθηκόντων για δέκα τουλάχιστον χρόνια (αρχίζοντας από το φθινόπωρο του 1974) στην Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (ίδρυμα της Σχολής Μωραΐτη). Εδρα το διώροφο κτίσμα της οδού Σίνα, με την ξύλινη σκάλα, που οδηγούσε στην τριγωνική αίθουσα πολλαπλών εκδηλώσεων: διαλέξεις με κρίσιμα θέματα, σειρές μαθημάτων για αντιπροσωπευτικά πρόσωπα, κείμενα και τάσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που κατέληξαν οι περισσότερες σε επίτομες εκδόσεις, αναδρομικές εκθέσεις με πρωτοποριακά εικαστικά έργα και δυσεύρετα χειρόγραφα.
Η συρροή, νεανικού συνήθως, ακροατηρίου υπήρξε απίστευτη. Οι συζητήσεις έντονες. Τις ευνοούσε η μεταπολιτευτική δίψα για τα γράμματα και τις τέχνες, ύστερα από τη βάναυση καταπίεση της επτάχρονης χούντας. Ψυχή όλης αυτής της ανεπανάληπτης παιδευτικής ευφορίας (στο μεταίχμιο πολιτισμού και πολιτικής) υπήρξε ο Κωστής Σκαλιόρας, αθόρυβος και ακαταπόνητος.
Επανέρχομαι τώρα στο μπεκετικό «Τέλος του παιχνιδιού» (1957), μεταφρασμένο από τον Κωστή Σκαλιόρα, πλάι σε δύο ακόμη έργα του ιρλανδού δραματουργού: τις «Ευτυχισμένες μέρες» και την «Τελευταία ταινία του Κραπ». Η ανεπανάληπτη αυτή μετάφραση δημοσιεύεται αυτοτελώς το 1975 σε υποδειγματική έκδοση. Προλογίζεται από κείμενο της αλησμόνητης Χριστίνας Τσίγκου, με τον τίτλο «Γύρω από το έργο του Μπέκετ»: οριακή διάλεξη που δόθηκε στην «Τέχνη» Θεσσαλονίκης τον Γενάρη του 1967. Μεσολαβεί το κεφάλαιο «Ο Βασιλιάς Ληρ ή το Τέλος του παιχνιδιού» του Γιαν Κοτ, από το θεμελιακό του έργο «Σαίξπηρ, ο σύγχρονός μας», μεταφρασμένο άρτια από τον ανεκτίμητο Αλέξανδρο Κοτζιά, που πέρασε τόσο απότομα στην άλλη όχθη. Και επιλογίζεται, όπως το ήθελε ο ίδιος ο Μπέκετ, από την ασκητική του «Πράξη χωρίς λόγια».
Κλείνω με ένα απόσπασμα από τον τελεσίδικο μονόλογο του Κλοβ στο «Τέλος του παιχνιδιού», αντιγράφοντας επακριβώς: «Μου είπαν, Ετσι είναι ο έρωτας, ναι ναι, πίστεψέ με, βλέπεις… τι… τι εύκολο που είναι. Μου είπαν, Ετσι είναι η φιλία, ναι, ναι, σε βεβαιώ δεν χρειάζεται να ψάξεις άλλο. Μου είπαν, Εδώ είναι, στάσου, σήκωσε το κεφάλι σου και κοίτα αυτή την ομορφιά. Αυτή την τάξη. Μου είπαν, Ελα τώρα, δεν είσαι και κανένα ζώο, σκέψου τα αυτά και θα δεις πως γίνονται ξεκάθαρα. Και απλά! Μου είπαν, Ολους αυτούς τους λαβωμένους που πεθαίνουν, με τι επιστημονική φροντίδα τους κοιτάνε (Παύση). Λέω στον εαυτό μου, Καμιά φορά, Κλοβ, πρέπει να καταφέρεις να δεινοπαθείς καλύτερα, αν θες να βαρεθούν να σε τιμωρούν κάποτε. Λέω στον εαυτό μου, Καμιά φορά, Κλοβ, πρέπει να κάνεις πιο αισθητή την παρουσία σου, αν θες να σ’ αφήσουν να φύγεις –κάποτε. Μα νιώθω πολύ γέρος, και πολύ απόμακρος, για να μπορέσω να αλλάξω συνήθειες. Δεν θα τελειώσει λοιπόν ποτέ, δε θα φύγω ποτέ (Παύση). Ωσότου μια μέρα, ξαφνικά τελειώνει, αλλάζει, αλλά δεν καταλαβαίνω, πεθαίνει, ή πεθαίνω εγώ, ούτε αυτό το καταλαβαίνω». Χωρίς σχόλια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ