Αντιμέτωπη με τη λαίλαπα της ανόδου της Ακροδεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη θα βρεθεί το ερχόμενο εξάμηνο η ελληνική προεδρία της ΕΕ, τη στιγμή που η κυβέρνηση δίνει τη δική της μάχη κατά του φαινομένου του νεοναζισμού και της επικράτησης της Χρυσής Αυγής.
Μια μάχη που άργησε τουλάχιστον τρία χρόνια και που σήμερα είναι πολύ πιο δύσκολο να κερδηθεί, καθώς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο διαμορφώνεται ένα σκηνικό στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν πλέον οι δυνάμεις ενός άκρατου λαϊκισμού και υπέρμετρου εθνικισμού.
Προϊόν αντίδρασης προφανώς όχι μόνον στη μονόπλευρη πολιτική μιας άγριας λιτότητας, αλλά και στη λειτουργία του ευρωπαϊκού σχεδίου με τη σημερινή του μορφή, όπου τη βασική αρχή της αλληλεγγύης έχει αντικαταστήσει η επιβολή των κανόνων από τις ισχυρότερες χώρες. Ετσι διευρύνονται οι ανισότητες και οι πολίτες, όπως δείχνουν όλες οι πρόσφατες σφυγμομετρήσεις, απομακρύνονται από την ευρωπαϊκή ιδέα, θεωρώντας ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει καταντήσει ένας απόμακρος, δυσκίνητος γραφειοκρατικός μηχανισμός, μακριά από τα καθημερινά προβλήματα των απλών ανθρώπων.
Τι μπορεί λοιπόν να προσφέρει η σημερινή Ελλάδα, που αποτελεί δυστυχώς τον πιο αδύναμο κρίκο της ΕΕ, για την ανατροπή αυτής της κατάστασης; Προφανώς όχι και πολλά πράγματα.
Πρώτον, διότι ούτως ή άλλως οι προεδρίες, από τη στιγμή που η Ενωση απέκτησε δύο προέδρους και έναν ύπατο εκπρόσωπο για την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια, έχουν πλέον έναν απλό διεκπεραιωτικό χαρακτήρα.
Και δεύτερον, διότι η Ελλάδα ελάχιστα επηρεάζει τα ευρωπαϊκά πράγματα, ευρισκόμενη έξω από τον σκληρό πυρήνα της Ενωσης. Και είναι χαρακτηριστική η διαπίστωση του καθηγητή κ. Π. Κ. Ιωακειμίδη («Τα Νέα», 18.10.2013) ότι όσοι Ελληνες έφυγαν από υψηλόβαθμες θέσεις της ΕΕ (Διαμαντούρος, Παπαδήμος, Σκουρής κ.λπ.) δεν αντικαταστάθηκαν από άλλους Ελληνες.
Με την αδύναμη λοιπόν αυτή παρουσία η Ελλάδα θα προεδρεύσει στο πιο κρίσιμο ίσως εξάμηνο της πρόσφατης ιστορίας της ΕΕ, καθώς πέρα από τις ευρωεκλογές του Μαΐου (όπου αναμένεται να εκλεγεί, μετά την εντυπωσιακή άνοδο της Ακροδεξιάς, το πιο αντιευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που υπήρξε ποτέ) θα ξεκινήσει και η διαδικασία για την εκλογή τον ερχόμενο χρόνο των νέων προέδρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, καθώς και του ύπατου εκπροσώπου για την Εξωτερική Πολιτική.
Πέρα όμως από τι μπορεί ή το τι δεν μπορεί να κάνει η πτωχευμένη Ελλάδα, τίθεται το καίριο ερώτημα για το πού βαδίζει τελικά η Ευρώπη, τη στιγμή κατά την οποία γίνεται όλο και πιο φανερό ότι το σημερινό μοντέλο που στηρίχθηκε στη μεταπολεμική συνεννόηση της Γαλλίας με τη Γερμανία εξεμέτρησε το ζην.
Ιδιαίτερα μετά την ουσιαστική κατάρρευση της γαλλικής επιρροής και την υπέρμετρη ενίσχυση της Γερμανίας, μετά τη γερμανική επανένωση. Είναι λοιπόν επιτακτικά αναγκαίο να αναπροσαρμοσθούν οι πολιτικές που οδήγησαν στο σημερινό τραγικό αδιέξοδο, ώστε να αποτραπεί το να επικρατήσουν οι δυνάμεις του εθνικιστικού εγωισμού και του άκρατου λαϊκισμού.
Και η μόνη λύση που μπορεί πραγματικά να οδηγήσει σε μια νέα προοπτική είναι η «περισσότερη Ευρώπη». Να εγκαταλειφθούν δηλαδή τα ευχολόγια χωρίς αντίκρισμα και να υλοποιηθεί επιτέλους η πλήρης οικονομική και πολιτική ενοποίηση και όποιος δεν συμφωνεί να μπορεί να μείνει απέξω.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ