Η Πράσινη πρέπει να περάσει τα πάνδεινα για να εξιλεωθεί· ο σύζυγός της θα την κάνει να μετανιώσει για κάθε ημέρα της προδοσίας της, για κάθε λεπτό που η Πράσινη πέρασε μακριά από την οικογενειακή εστία, κάνοντας την υπάλληλο, τη σερβιτόρα, τη μπέιμπι-σίτερ, τη βίζιτα κ.ο.κ.
Η Γαλάζια θέλει να μάθει: να μάθει για ποιον λόγο, ενώ όλα είναι «τόσο τέλεια» ανάμεσα σε εκείνη και στον σύντροφό της, τον Γαλάζιο, ο τελευταίος δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρώσει τη συνουσία τους. Ο Γαλάζιος, αν και Σφίγγα αρχικά, εμπιστεύεται τελικά την αλήθεια στον Μαύρο, τον ψυχίατρο που έχει αναλάβει να βοηθήσει το ζεύγος στα σεξουαλικά προβλήματά του.
Η Μοβ περιμένει τη λύτρωση από τον εραστή της, τον Γκρι, ο οποίος αρνείται πεισματικά να της δώσει οποιαδήποτε διαβεβαίωση για το μέλλον. Ο σύζυγος της Μοβ μαθαίνει την αλήθεια αλλά συνεχίζει να κάνει παρέα με τον Γκρι, που είναι ταυτόχρονα και καλύτερός του φίλος. Εξαλλη η Μοβ τους πυροβολεί και τους δύο.
Ο Κίτρινος και ο Κόκκινος συνειδητοποιούν ότι δεν θέλουν πλέον να μοιράζονται τον Μπλε, όπως έκαναν ως τώρα. Είναι και οι δύο ερωτευμένοι μαζί του, συνεπώς ο Μπλε πρέπει να διαλέξει ποιον προτιμά σε αποκλειστική βάση. Ο Μπλε όμως αρνείται πεισματικά την κατάργηση του ερωτικού τους τριγώνου: καταλήγει νεκρός, με τους δύο εναπομείναντες εραστές να μοιράζονται μεταξύ τους, όσο το δυνατόν πιο ακριβοδίκαια, τα μάτια, τα ρουθούνια και τα κωλομέρια του.
Τέσσερις ερωτικές ιστορίες, τέσσερα νήματα ποικίλων χρωμάτων, συνθέτουν τον αφηγηματικό ιστό που ξετυλίγεται μπροστά μας ξανά και ξανά, με τρομερή επαναληπτική μανία. Ο κυκλισμός του τετραγώνου δεν είναι απλή υπόθεση: πρέπει να σπάσεις το κεφάλι σου αμέτρητες φορές προτού καταλάβεις –κι εάν καταλάβεις –ότι επιδιώκεις το ανέφικτο. «Ο,τι κι αν γίνει, στην πραγματικότητα τίποτα δεν αλλάζει» λέει ο Μοβ. «Μία είναι η σταθερή του κόσμου: το συνεχώς ίδιο. Η αλλαγή είναι μια αυταπάτη. Ολη η αυταπάτη εκεί βρίσκεται: στην ελπίδα ότι κάτι αλλάζει. Δεν γιατρευόμαστε απ’ αυτή την ελπίδα».
Οι ήρωες του Δημητριάδη δεν έχουν ούτε ονόματα ούτε κοινωνικό στάτους ούτε καταγωγή, δεν έχουν τίποτε εκτός από τον εγκλωβισμό τους σε αδιέξοδες καταστάσεις. Οι ιστορίες τους επαναλαμβάνονται πότε σαν τραγωδίες και πότε σαν φάρσες, δεμένες σε μια παθιασμένη γεωμετρική πρόοδο που αναπτύσσεται εμμονικά, με ολοένα πιο φρενήρεις ρυθμούς, ώσπου κάποια στιγμή να σπάσει σκορπίζοντας τα θραύσματά της στο χάος: φωνές, φράσεις, κραυγές, «Κι εγώ», «Συνέχισε», «Γύρνα στα σκατά σου», «Μαζί», «Οχι», «Συνέχισε» κ.ο.κ.
Η Γερτρούδη Στάιν έλεγε: «Δεν υπάρχει επανάληψη. Υπάρχει μόνο επιμονή». Αν όλα μένουν τα ίδια και οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, υπάρχει τουλάχιστον η πιθανότητα, μέσα από την επίμονη επανάληψη των λαθών τους, να προχωρήσουν «σε κάποιο αναπάντεχο άνοιγμα», όπως το θέτει ο ίδιος ο συγγραφέας στο εξόχως ενδιαφέρον κείμενό του.
Πώς όμως να κερδίσεις τη μάχη της επανάληψης σε θεατρικούς όρους; Πώς να την αποδώσεις χωρίς να καταντήσεις κουραστικός;
Ενα κρεμαστό μπαρ με πολλά μπουκάλια νερό, ένας τριθέσιος μοδάτος καναπές και πολλές καρέκλες ασύμμετρα σκορπισμένες σε όλη την επιφάνεια της γυμνής σκηνής συνθέτουν το τοπίο της παράστασης που είδαμε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Οι ηθοποιοί καθισμένοι ολόγυρα δίνουν λίγο ή πολύ την αίσθηση μιας καλοντυμένης παρέας που καταφεύγει στην αναπαράσταση ιστοριών για να περάσει την ώρα της. Βλέμματα με νόημα, πειράγματα, «εμένα εννοείς;», άφθονη κωμική διάθεση χαρακτηρίζουν το ανάλαφρο κλίμα του πρώτου μέρους. Στο δεύτερο μέρος ο φωτισμός πορτοκαλίζει, τα πράγματα σοβαρεύουν και όλοι τώρα γίνονται πιο μελαγχολικοί, μιλούν σε τόνους δραματικούς. Φοβάμαι όμως πως αυτή η αλλαγή ύφους, από το «αστείο» στο «σοβαρό», δεν είναι αρκετή για να στηρίξει το οικοδόμημα. Οι τέσσερις ιστορίες αποδίδονται χωρίς κανένα περίγραμμα, μπερδεύονται η μία μέσα στην άλλη, κι ενώ αυτό ακούγεται ωραίο θεωρητικά, στην πράξη προκαλεί θολούρα και σύγχυση. Το σκηνοθετικό concept αποδεικνύεται εξαιρετικά ισχνό, με τους ηθοποιούς να αναπαριστούν επεισόδια πότε έτσι, πότε αλλιώς, σαν ασκήσεις ύφους που δεν συνθέτουν κάτι μεγαλύτερο από το άθροισμα των ποικίλων σκετς, δεν μας παρασύρουν ούτε κατά διάνοια «στη δίνη αυτού του ατελείωτου σπιράλ», όπως σημειώνει εύστοχα στην εισαγωγή της η Δήμητρα Κονδυλάκη. Περισσότερο ενδιαφέρον αναδύεται το τελευταίο μισάωρο, όταν οι δράσεις πολλαπλασιάζονται και τουλάχιστον έχουμε κάτι να παρατηρούμε –τους ηθοποιούς να κάνουν «φιλάκια», να παίζουν τις «καρέκλες», να επιδίδονται σε μηχανικές απόπειρες περιπτύξεων ή να μονολογούν απεγνωσμένα.
Ιδιαίτερα γοητευτικές οι μεταξύ ηδονής και τρόμου συνθέσεις ήχων του Δημήτρη Καμαρωτού, οι μόνες που αιφνιδιάζουν τον θεατή σε μία κατά τα άλλα προβλέψιμη, ομαλή και απογοητευτική παράσταση, που μένει αλώβητη μέσα στην τυποποιημένη μίνιμαλ αισθητική της.
Απολαυστικοί, παρ’ όλα αυτά, ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης ως φαντεζί γκροτέσκ Κόκκινος και ο Χρήστος Στέργιογλου στο πρώτο μέρος ως ψυχίατρος Μαύρος. Η Αλεξία Καλτσίκη ξεχωρίζει από τις γυναίκες συνδυάζοντας μοναδικά κωμική ευελιξία και αισθαντικότητα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ