Εγκλωβισμένη στα στενά χρονοδιαγράμματα για την κινητικότητα δημοσίων υπαλλήλων βρίσκεται η κυβέρνηση. Εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα σε περίπτωση που η τρόικα δεν αποδεχθεί το αίτημά της για παράταση δύο μηνών ως προς την ένταξη 12.500 υπαλλήλων του «δεύτερου κύματος» διαθεσιμότητας.
Η δυσκολία υλοποίησης της δέσμευσης για 12.500 «διαθέσιμους» ως τον Δεκέμβριο (πέραν των 12.500 του Σεπτεμβρίου) γίνεται ημέρα με την ημέρα πιο εμφανής, όταν μάλιστα, σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, αυτή θα πραγματοποιηθεί ύστερα από αξιολόγηση δομών, από την οποία θα προκύψει το «πλεονάζον» προσωπικό.
Είναι ενδεικτικό ότι ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Κυριάκος Μητσοτάκης δεν αποφεύγει να εκφράζει τη δυσκολία που υπάρχει για να επιτευχθεί, εντός του ασφυκτικού χρονικού πλαισίου, ο στόχος της ένταξης επιπλέον 12.500 υπαλλήλων στο πρόγραμμα της διαθεσιμότητας, με βάση τις δεσμεύσεις απέναντι στους εκπροσώπους των δανειστών. Δεν είναι τυχαίο ότι δίνει έμφαση στο αίτημα που έχει απευθύνει προς τους επικεφαλής της τριμερούς των δανειστών για δίμηνη παράταση.
Έτσι, μιλώντας στον «ΒΗΜΑ FM» ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε συνοπτικά το πλέγμα των δυσκολιών υπό την πίεση του χρόνου και των δεσμευτικών συμφωνιών κυβέρνησης-δανειστών: «Για να προχωρήσουμε στον δεύτερο κύκλο κινητικότητας, θα πρέπει πρώτα να έχει προηγηθεί αξιολόγηση δομών από τις οποίες θα προέλθουν οι 12.500 εργαζόμενοι. Θα εντοπιστούν, δηλαδή, πλεονάζουσες θέσεις που θα καταργηθούν, αφού πρώτα έχουν προκύψει τα σχέδια στελέχωσης. Η προθεσμία του Δεκεμβρίου είναι ασφυκτική για να πετύχουμε αυτό τον στόχο. Αναμένουμε την απάντηση της τρόικας στο αίτημα για παράταση».
Ο κ. Μητσοτάκης θέλει με κάθε τρόπο να αποφύγει τα παρελκόμενα -πολιτική σύγκρουση, και σε ενδοκυβερνητικό πεδίο, σε συνδυασμό με κοινωνικές αντιδράσεις- από μια βεβιασμένη, υπό την πίεση του χρόνου, επιλογή, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει «τυφλή» διαθεσιμότητα (χωρίς αξιολόγηση δομών) ή ακόμα και «αντισταθμίσματα» με αναγκαστικές αποχωρήσεις/απολύσεις.
Πάντως διαμηνύει σε όλους τους τόνους και προς κάθε κατεύθυνση ότι το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης «δεν είναι υπουργείο Κινητικότητας και Απολύσεων». Τονίζει ότι το ζήτημα της διοικητικής μεταρρύθμισης είναι ευρύτερο και σύνθετο. Και υπογραμμίζει: «Η κινητικότητα αποτελεί ένα μικρό μόνο μέρος αυτής της προσπάθειας. Και αυτό το έχουμε καταστήσει σαφές στην τρόικα».
Ευρύτερη επιδίωξή του είναι να προσπεράσει τον σκόπελο της κινητικότητας/διαθεσιμότητας/απολύσεων για να εστιάσει σε αλλαγές στη δημόσια διοίκηση που να διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα με την άρση γραφειοκρατικών εμποδίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μελέτη που εκπονείται στη βάση συνεργασίας του υπουργείου με τον ΟΟΣΑ έχουν εντοπιστεί περισσότερα από 4.000 διοικητικά βάρη σε 13 τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Και όπως επισημαίνει ο ίδιος, «πολλά είναι περιττά και θα καταργηθούν».