«Επιτέλους, μου έγραψε. Υστερα από περισσότερο από έναν χρόνο που δουλεύω ως φρι λάνσερ γι’ αυτόν, στη διάρκεια του οποίου κόλλησα τυφοειδή πυρετό και έφαγα μια σφαίρα στο γόνατο, ο αρχισυντάκτης μου είδε τις ειδήσεις, νόμισε ότι ήμουν ανάμεσα στους ιταλούς δημοσιογράφους που είχαν απαχθεί (σ.σ. στη Συρία) και μου έστειλε ένα e-mail που έλεγε: «Οταν έχεις σύνδεση, μπορείς να τουιτάρεις την απαγωγή σου;»».
Με τα λόγια αυτά ξεκινάει άρθρο της Φραντσέσκα Μπόρι στην «Columbia Journalism Review» το οποίο κάνει πάταγο στο Internet τις τελευταίες εβδομάδες. Γράφοντας από μια βάση ανταρτών στο Χαλέπι, η ιταλίδα δημοσιογράφος διαλύει τις ρομαντικές ιδέες για τη φριλάνς δημοσιογραφία. «Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε καθόλου «φρι» (σ.σ. ελεύθεροι). Η μοναδική ευκαιρία για δουλειά που έχω σήμερα είναι να παραμείνω στη Συρία, όπου κανένας άλλος δεν θέλει να πάει».
Η δουλειά της δεν βρίσκεται καν στο Χαλέπι, αλλά στην πρώτη γραμμή «γιατί οι αρχισυντάκτες στην Ιταλία θέλουν αίμα». Οταν επιχειρεί να τους στείλει κάτι πιο περίπλοκο, π.χ. για τους ισλαμιστές και το δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών που έχουν στήσει στη χώρα (θέμα που έχει απείρως περισσότερες προεκτάσεις για το μέλλον ολόκληρης της περιοχής), έρχεται αντιμέτωπη με ένα αποστομωτικό «Τι είναι αυτό; Εξι χιλιάδες λέξεις και κανείς δεν πέθανε;».
Σε μια εποχή όπου παράλληλα με την οικονομική κρίση και την κρίση στη Συρία η δημοσιογραφία περνάει τη δική της κρίση, η Μπόρι καταλήγει στη δυσάρεστη διαπίστωση ότι «είτε γράφεις από το Χαλέπι είτε από τη Ρώμη, δεν υπάρχει διαφορά. Πληρώνεσαι το ίδιο: 70 δολάρια το κομμάτι». Ενας από τους λόγους είναι η τυποποίηση των ΜΜΕ. «Η εφημερίδα σου, το περιοδικό σου, δεν έχουν πλέον καμία ιδιαιτερότητα, γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος να πληρώνουν τον ρεπόρτερ. Για τις ειδήσεις υπάρχει το Internet –και είναι τζάμπα. Η σημερινή κρίση είναι των ΜΜΕ, όχι των αναγνωστών. Οι αναγνώστες υπάρχουν και, αντίθετα προς ό,τι πιστεύουν πολλοί αρχισυντάκτες, είναι έξυπνοι αναγνώστες που ζητούν απλότητα χωρίς απλούστευση». Oπως φαίνεται από τα e-mail που λαμβάνει η Μπόρι, πολλοί από αυτούς θέλουν να κατανοήσουν τι ακριβώς συμβαίνει στη Συρία.
Ο συριακός εμφύλιος «είναι βρώμικος, ένας πόλεμος του περασμένου αιώνα. Είναι ένας πόλεμος χαρακωμάτων ανάμεσα στους αντάρτες και στους καθεστωτικούς που είναι τόσο κοντά μεταξύ τους ώστε ουρλιάζουν ο ένας στον άλλον την ώρα που αλληλοπυροβολούνται». Την εποχή των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, ο πόλεμος αυτός διεξάγεται με απηρχαιωμένες ξιφολόγχες.
«Φοβάμαι κάθε στιγμή»


Η Μπόρι αντιμετωπίζει την επιπλέον αντιξοότητα ότι είναι γυναίκα. «Ενα βράδυ έπεφταν βλήματα παντού. Καθόμουν σε μια γωνιά έχοντας τη μοναδική έκφραση που μπορείς να έχεις όταν ο θάνατος μπορεί να φθάσει ανά πάσα στιγμή. Ενας ρεπόρτερ με πλησιάζει και λέει: «Αυτό δεν είναι μέρος για γυναίκες». Τι να του πεις; Ανόητε, αυτό δεν είναι μέρος για κανέναν. Φοβάμαι γιατί έχω σώας τας φρένας».
Η Συρία δεν είναι πια Συρία, γράφει η Μπόρι, είναι τρελοκομείο. Αναφέρεται στον Χένρι που μιλάει μόνο για πόλεμο, στον Ράιαν που μπουκώνεται αμφεταμίνες, στον Ιταλό που ήταν άνεργος και προσχώρησε στην Αλ Κάιντα (και του οποίου η μάνα τον ψάχνει στο Χαλέπι «για να του τις βρέξει»), στον ιάπωνα τουρίστα που πήγε στο μέτωπο αναζητώντας «δύο εβδομάδες συγκινήσεων», στους αμερικανούς μουσικούς που θέλουν να μοιράσουν χάπια για ελονοσία παίζοντας βιολί «ενώ δεν υπάρχει ελονοσία στη Συρία»
Η Μπόρι παραδέχεται ότι οι πολεμικοί ανταποκριτές «αποτελούν περιζήτητους συνδαιτυμόνες στα δείπνα», είναι «οι κουλ καλεσμένοι που όλοι θέλουν να προσκαλέσουν». Αλλά «το βρώμικο μυστικό είναι ότι, αντί να είμαστε ενωμένοι, είμαστε οι χειρότεροι εχθροί μας». Ο μεταξύ τους ανταγωνισμός ρίχνει τις τιμές. «Ζητείς 100 δολάρια το κομμάτι και βρίσκεται κάποιος άλλος που το γράφει για 70». Και οι περισσότεροι είναι σφόδρα ανταγωνιστικοί. «Οπως η Μπεατρίθ, που σήμερα μου έδειξε επίτηδες τη λάθος κατεύθυνση για να καλύψω μια διαδήλωση και βρέθηκα ανάμεσα σε ελεύθερους σκοπευτές. Προκειμένου να είναι η μοναδική που θα την κάλυπτε. Μια απλή διαδήλωση, σαν εκατοντάδες άλλες».
Η Μπόρι εργαζόταν σε οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά στράφηκε στη φριλάνς δημοσιογραφία για «να δώσει φωνή στους άφωνους». Το άρθρο της αυτό ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων (πολλές για την αυτοαναφορικότητα των δημοσιογράφων που, ενώ υπάρχουν 100.000 νεκροί στη Συρία, εκείνοι μιλούν για τους ίδιους) και πυροδότησε μεγάλη συζήτηση. Η αλήθεια όμως είναι ότι χωρίς τις Μπόρι του κόσμου ο πόλεμος θα ήταν μόνο μια υπόθεση των ισχυρών.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 10 Σεπτεμβρίου 2013

HeliosPlus