TO BHMA – The New York Times

Ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα στον Ντμίτρι Μεντβέντεφ και στον Βλαντίμιρ Πούτιν, ανάμεσα στους δύο ανθρώπους που εναλλάσσονται στην προεδρία της Ρωσίας; Είναι η διαφορά ανάμεσα στο να ζητάς επισήμως μια ανεξάρτητη γνώμη από ειδικούς, και να τιμωρείς αυτούς τους ειδικούς ακριβώς επειδή σου έδωσαν τη γνώμη τους.
Στις αρχές του 2011, όταν ο Μεντβέντεφ (νυν πρωθυπουργός) ήταν ακόμη πρόεδρος, το συμβούλιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Κρεμλίνου επέλεξε εννέα ειδικούς για να ερευνήσουν την καταδίκη, το 2010, του Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, που ήταν κάποτε ο πιο πλούσιος άνθρωπος στη Ρωσία, αλλά είναι τώρα ο πιο γνωστός πολιτικός κρατούμενος στη χώρα.
Με προσκάλεσαν να λάβω μέρος, και ήμουν ο μόνος Αμερικανός ανάμεσα σε μία ομάδα από έξι ειδικούς από την Ρωσία, έναν από την Γερμανία και έναν από την Ολλανδία. Δεν μασήσαμε τα λόγια μας επικρίνοντας την δίκη του Χοντορκόφσκι.
Εκείνον τον Δεκέμβριο, η ρωσική τηλεόραση έδειξε τον πρόεδρο του συμβουλίου να παραδίδει τα ευρήματα στον Μεντβέντεφ, με την σύσταση να ακυρωθεί η καταδίκη του Χοντορκόφσκι. Αλλά ο Πούτιν που ήταν πρόεδρος το διάστημα 2000-2008 και μετά πέρασε στην πρωθυπουργία, ξανάγινε πρόεδρος τον Μάϊο του 2012.
Από τότε, επειδή είχαν το θάρρος να πουν την αλήθεια στην εξουσία, τουλάχιστον τέσσερις από τους Ρώσους συναδέλφους μου στην επιτροπή, ανακρίθηκαν σε σχέση με ποινικές υποθέσεις. Κοινώς, οι αποδέκτες του μηνύματος προσπάθησαν να σκοτώσουν τους αγγελιαφόρους.
Μπορεί να εκπλαγείτε μαθαίνοντας ότι το Κρεμλίνο έχει μια υπηρεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Υπάρχει από το 1993, και το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως είναι γνωστό σήμερα, ήταν δραστήριο και το σέβονταν όλοι επί προεδρίας Μεντβέντεφ. Μέλη του ήταν οι πιο γνωστές προσωπικότητες, που αγωνίζονταν για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στη Ρωσία.
Στα χρόνια του Μεντβέντεφ, η δουλειά του Συμβουλίου είχε αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η έρευνα για τον θάνατο, υπό κράτηση, του Ρώσου δικηγόρου για τα ανθρώπινα δικαιώματα Σεργκέϊ Μαγκνίτσκι, ανάγκασε το κράτος να ανοίξει πάλι τον φάκελο της υπόθεσης. Ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι το Συμβούλιο ερεύνησε την υπόθεση του Χοντορκόφκσι, ο οποίος πληρώνει ακόμη επειδή τόλμησε να χρηματοδοτήσει τους πολιτικούς αντιπάλους του Πούτιν, πριν από μία δεκαετία. Τον συνέλαβαν το 2003 και καταδικάστηκε το 2005 για φοροδιαφυγή στην πετρελαϊκή εταιρεία του, την Yukos. Τον έριξαν στο «αρχιπέλαγος» των ρωσικών φυλακών, και τον έλεγχο της Yukos τον ανέλαβε μια κρατική εταιρεία.
Από πέρυσι, που ο Πούτιν άλλαξε θέση με τον Μεντβέντεφ στην προεδρία, μέλη του Συμβουλίου άρχισαν να πληρώνουν το τίμημα της υπηρεσίας τους στα κοινά. Πολλοί έχουν παραιτηθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Μου λένε ότι ένας – ένας, αυτοί οι ειδικοί και οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζονται, υφίστανται πολλά δεινά: ερευνούν τα σπίτια και τους χώρους εργασίας τους, κάνουν κατασχέσεις στα γραπτά και στους υπολογιστές τους, τους υποβάλλουν σε επιθετικές ανακρίσεις.
Οι παραιτηθέντες αντικαταστάθηκαν, αλλά το Συμβούλιο μοιάζει τώρα με σκιά του προηγούμενου, ανεξάρτητου εαυτού του.
Φυσικά, ως Αμερικανός που εργαζόμουν εκτός Ρωσίας, ήμουν προστατευμένος από την οργή του Πούτιν. Δεν ισχύει το ίδιο για τους Ρώσους ειδικούς. Το έργο τους έδειξε ότι διέθεταν πραγματικό θάρρος, ιδίως επειδή ήξεραν τους κινδύνους. Η τιμωρία τους για να συνετιστούν οι υπόλοιποι, είναι παλαιά πρακτική σε αυταρχικά καθεστώτα. Αυτό το μήνυμα είχε αποδέκτες διευθυντές εφημερίδων, ρεπόρτερ της τηλεόρασης, μπλόγκερ και άλλους που λένε την άποψή τους ευθαρσώς στην κοινή γνώμη.
Με τον Πούτιν πίσω στο Κρεμλίνο, δεν είναι πια ασφαλές να εκφράσεις την γνώμη σου για τις δημόσιες υποθέσεις. Ακόμη και αν αυτή την γνώμη την έχει ζητήσει το ίδιο το κράτος.
* Ο Τζέφρι Καν είναι καθηγητής Νομικής στο Southern Methodist University.