Δεν είναι από τους χειρότερους μήνες. Ο Τ.Σ. Έλιοτ βεβαιώνει, ότι ο «Απρίλης είναι ο μήνας ο κακός». Όμως ο Φεβρουάριος είναι ο πιο παγωμένος. Και όχι μόνο κλιματικά, αν ληφθούν υπόψη τα όσα απίστευτα συνέβησαν στην Ελλάδα το μήνα που φεύγει. Παράδειγμα, οι πυροβολισμοί που έριξαν τις προάλλες στον αέρα οι οπαδοί της Χρυσής Αυγής κατά των ξένων μικροπωλητών στα Εξάρχεια, η προσπάθεια του Γιάννη Βρούτση να περικόψει το δικαίωμα της απεργίας, ή, εντελώς πρόσφατα, η πρόταση των 85 βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, να ισχύσει μελλοντικά ένα ρατσιστικό κριτήριο (ελληνικό «γένος») στην επιλογή των σπουδαστών των στρατιωτικών και αστυνομικών σχολών.
Σε σύγκριση με το γερμανικό Φλεβάρη του 1933 βέβαια, όταν, με αφορμή τον εμπρησμό του Ράιχστακ (τη νύχτα της 27ης προς την 28η Φεβρουαρίου) εγκαινιάστηκε το όργιο της ναζιστικής βίας στη Γερμανία, ο ελληνικός του 2013 είναι μάλλον αίθριος. Μπορεί να είναι η ελληνική οικονομία χρεοκοπημένη και μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξαθλιωμένο. Όμως το κοινοβούλιο συνεδριάζει κανονικά, τα μέσα ενημέρωσης εκφράζονται ελεύθερα, οι διαδηλώσεις δεν απαγορεύονται. Και η ΕΡΤ δεν είναι νέα ΥΕΝΕΔ, όπως διατείνεται ο Αλέξης Τσίπρας – έτσι όπως δεν είναι και η τρικομματική κυβέρνηση στρατιωτική Χούντα. Σε αυτόν τουλάχιστον τον τομέα, η τρόικα δεν απαιτεί ακόμα «λιτότητα» και «δομικές μεταρρυθμίσεις». Με άλλα λόγια: Το δημοκρατικό πολίτευμα συνεχίζει, αν εξαιρέσουμε κάποιες διολισθήσεις στον αυταρχισμό, να λειτουργεί ελεύθερα.
Παρόλα αυτά, η ιστορική σύγκριση μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας έχει γίνει λαϊκό σπορ τα τελευταία δυο χρόνια. Μόνο που το σημείο αναφοράς δεν είναι το «ναζιστικό» 1933, αλλά το προναζιστικό 1930-1932, όταν καγκελάριος ήταν ο Χάινριχ Μπρούνιγκ.
Η βάση της σύγκρισης είναι η οικονομική πολιτική του Μπρούνινγκ με πυρήνα του την αιματηρή λιτότητα. Η διαπίστωση, ότι το μνημόνιο της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα είναι μια σύγχρονη εκδοχή αυτής της πολιτικής, αποτελεί πλέον κοινό κτήμα. Το περίεργο είναι μόνο, ότι την ίδια διαπίστωση συμμερίζεται και ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος φαίνεται να ξεχνά ότι είναι ο ίδιος που εφαρμόζει πιστά αυτή την πολιτική.
Η πολιτική λιτότητας του Μπρούνινγκ απέβλεπε σε έναν σαφή στόχο: Να ρίξει τα βάρη που προκάλεσε η ήττα της Γερμανίας στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια το χρηματιστηριακό κραχ του 1929, αποκλειστικά στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα.
Αυτό είχε και πολιτικές συνέπειες: Επειδή δεν είχε πάντα σίγουρη την πλειοψηφία στο Ράιχστακ (παρά την ψήφο ανοχής των Σοσιαλδημοκρατών), ο Μπρούνινγκ κυβερνούσε για δυο περίπου χρόνια με προεδρικά διατάγματα. Παράλληλα ενίσχυε συνεχώς τις δυνάμεις καταστολής – η Γερμανία είχε μετατραπεί επί των ημερών του σε αστυνομικό κράτος. Ο διάδοχός του Φραντς φον Πάπεν, που τον διαδέχθηκε τον Ιούνιο του 1932 στην καγκελαρία, προετοίμαζε μάλιστα υπόγεια την κατάργηση της δημοκρατίας και την αντικατάστασή της από ένα αυταρχικό καθεστώς. Και αυτό σε συνεννόηση με όλα τα τότε λειτουργούντα συντηρητικά κόμματα.
Είναι φανερό ότι η Ελλάδα απέχει κατά έτη φωτός από τέτοια κατάσταση. Πολιτικά, ο κ.Σαμαράς δεν είναι Μπρούνινγκ. Στο στόχαστρό του δεν είναι κάποια εκδοχή του αυταρχικού κράτους, αλλά μόνο ο υπεραυξημένος έλεγχος των κρατικών μηχανισμών από δικά του στελέχη – σε αυτό ξεπερνά όλους τους προκατόχους του. Η διολίσθηση στον αυταρχισμό περιορίζεται σε δυο κυρίως σημεία: Πρώτον, στην δημιουργία ενός ξενοφοβικού κράτους υπό τον υπουργό-ανέκδοτο «προστασίας» του πολίτη Νίκο Δένδια – κάτι που αποτυπώνεται στη μαζική δίωξη των μεταναστών. Και δεύτερον στην κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους με την παράλληλη αποδόμηση του εργατικού και ασφαλιστικού δικαίου. Τα νομοθετικά διατάγματα, με τα οποία προώθησε την επιβολή του μνημονίου, είχαν μάλλον έκτακτο χαρακτήρα. Και για το γεγονός, ότι μέρος των σωμάτων ασφαλείας βρίσκονται κοντά στη Χρυσή Αυγή δεν φταίει προσωπικά ο ίδιος – παρόμοια ήταν η κατάσταση και επί Γιώργου Παπανδρέου. Επί των ημερών του, το κακό πήρε απλώς μεγαλύτερες διαστάσεις.
Επιπλέον, η σημερινή Ελλάδα δεν είναι η ηττημένη και απομονωμένη Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του 30. Μπορεί η χώρα μας να έχει γίνει το πειραματόζωο της ευρωζώνης, το πείραμα όμως, όσο βλαβερό και να είναι, γίνεται υπό τη συγκινητική επίβλεψη των εταίρων, με στόχο τη «σωτηρία», όχι την εξόντωση της. Οι τελευταίοι γνωρίζουν εξάλλου, ότι σε περίπτωση αποτυχίας του πειράματος, δηλαδή ανοικτής χρεοκοπίας, θα πληρώσουν και οι ίδιοι ακριβά τη νύφη. Το ότι δεν συλλαμβάνουν, ότι η καταστροφή μπορεί να προκύψει ακριβώς από τη συνεπή εφαρμογή του πλάνου τους, ανήκει απλώς στα αξιοπερίεργα της υπόθεσης.
Οι χτυπητές διαφορές μεταξύ της μεσοπολεμικής Γερμανίας και της σύγχρονης Ελλάδας δεν εξουδετερώνουν όμως την κοινή αιτία του κακού: την πολιτική της λιτότητας. Η συνέχισή της προμηνύει ανάφλεξη των διαμαρτυριών. Κι αυτό θα μπορούσε με τη σειρά του να προκαλέσει ένα νέο κύμα κρατικής καταστολής, που θα ξεπερνούσε όλα τα μέχρι τώρα γνωστά. Ο Νίκος Δένδιας θα ξεπερνούσε εαυτόν.
Μια πρόγευση γι αυτό δίνει η πολεμική ρητορική που χρησιμοποιεί τελευταία η Νέα Δημοκρατία έναντι του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθώντας να επιρρίψει σε αυτόν την αποτυχία της οικονομικής της πολιτικής. Πρόκειται φυσικά για φαιδρολογία: Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αδυνατεί, ακόμα και να ήθελε, να επηρεάσει ουσιαστικά αυτή την πολιτική. Η αποτυχία της οφείλεται σε αυτούς που την ασκούν, όχι σε εκείνους που την κατακρίνουν από μακριά.
Εξίσου ασύστατη είναι και η κατηγορία της δολιοφθοράς, που απηύθυνε την περασμένη Τρίτη στη Βουλή ο κ.Σαμαράς προς τον κ.Τσίπρα. Για να μπορούσε να τη διαπράξει, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να έχει υπερφυσικές ιδιότητες, να είναι δηλαδή τουλάχιστον Χάρι Πότερ – κάτι που μάλλον αποκλείεται.
Έτσι, ή αλλιώς λοιπόν, η προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας πέφτει στο κενό. Παρόλα αυτά εμμένει στις αιτιάσεις της ποντάροντας προφανώς στο ρητό: Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
Αυτό που μένει έτσι είναι ένα σύγκρυο: Από την παγωνιά του Φλεβάρη που φεύγει. Και από την παγωνιά του Φλεβάρη που έρχεται – και θα συνεχιστεί σίγουρα και τους επόμενους μήνες.