Πρέπει να ήταν γύρω στις 6 το πρωί.Πίσω απο την τράπεζα Πειραιώς ανάμεσα σε χαρτόκουτα,σκουπίδια και μερικά νομίσματα βρέθηκε ένα πτώμα.Ταυτότητα άγνωστη.Όνομα άγνωστο.Οικογενειακή κατάσταση άγνωστη.Επάγγελμα-άστεγος.Ώρα θανάτου –χαράματα..λίγο πρν φανεί ο ήλιος έσβησε.Αιτία θανάτου αδιευκρίνιστη.Ένας ακόμη άνθρωπος που χάθηκε μόνος του ,αβοήθητος στην ερημιά του δρόμου. Κανείς δεν θα τον αναζητήσει ,κανείς δεν θα δακρύσει,κανείς δεν θα πονέσει για αυτόν. Το πιθανότερο είναι να καταλήξει σε κάποιο ιατρικό εργαστήριο.

Αυτή ήταν η μοίρα του.Αυτή είναι η μοίρα των μοναχικών ανθρώπων που είτε λόγω συγκυριών είτε λόγω συνειδητών αποφάσεων χάνονται μέσα στην πολύβουη πόλη… Καθημερινά βρισκόμαστε ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’αυτούς.Περνούν απο μπροστά μας βιαστικά,αδιάφορα, τρέχουν να προλάβουν την καθημερινότητα.Μια θάλασσα ανθρώπων που αποτελείται απο διαφορετικά θαλάσσια ρεύματα.Όταν ακουστεί ο χαρακτηριστικός ήχος και κλείνουν οι πόρτες του μετρό το βλέμμα μου ταξιδεύει στο χώρο,αναζητά πρόσωπα,κινήσεις,λέξεις..

Ο καθένας κρύβει την δική του ιστορία.Μια κοπέλα διαβάζει ένα ξεθωριασμένο βιβλίο στριμωγμένη απο τον πολύ κόσμο σε μια γωνιά δίπλα στην πόρτα.Φαίνεται πολύ απορροφημένη.Προσπαθώ να βρώ τον τίτλο του βιβλίου.Διακρίνω 2 λέξεις”Η ΠΤΩΣΗ”.Λίγο πιο δίπλα τέσσερις ηλικιωμένοι κύριοι συζητούν για άλλες εποχές.Όχι δεν είναι απελπισμένοι.Δείχνουν ήρεμοι και χαρούμενοι.Απέναντι μου μια κυρία με ένα εντυπωσιακό μώβ καπέλο καρφώνει το βλέμμα της σε έναν πακιστανό που κάθεται δίπλα της.Την ίδια στιγμή σφίγγει το χέρι της στην τσάντα της.Μπορείς να διαβάσεις τη σκέψη της.Διαφορετικοί άνθρωποι,διαφορετικές ζωές στο ίδιο βαγόνι.

Υπάρχουν εκείνοι που διαβάζουν ένα βιβλίο,ακούν μουσική,κλείνουν τα μάτια τους και ονειρεύονται..Και υπάρχουν και εκείνοι οι άλλοι που βλέπεις στα μάτια τους το φόβο,την θλίψη,την καχυποψία.Κρατούν σφιχτά την τσάντα τους στο σώμα τους,περιεργάζονται προσεκτικά το χώρο αναζητώντας τον επίδοξο ληστή τους .Νιώθουν ότι απειλούνται.Απο ποιόν ? Απο αυτούς που στέκονται δίπλα τους,απο εκείνους τους αγνώστους.Για αυτόυς οι άλλοι είναι εχθροί.Όχι άδικα.Η εγκληματικότητα είναι τόσο έντονη που δεν αφήνει περιθώρια χαλαρότητας.

Ωστόσο η εσωστρέφεια και η ψυχρότητα που δείχνουμε απέναντι σε αυτούς που μοιραζόμαστε την ίδια ζωή μας αποξενώνει,μας απομακρύνει.Δημιουργεί ένα τείχος που πληγώνει.Αυτές τις στιγμές νοσταλγώ την μικρή μου πόλη.Εκεί που δεν φοβάσαι,αλλά χαμογελάς..Όταν ήρθα στην Αθήνα περίμενα να συνατήσω ανθρώπους επικίνδυνους,ανελέητους,επιθετικούς.Ναι υπάρχουν και αυτοί.Αλλά αυτό που παρατηρώ καθημερινά είναι ανθρώπους φοβισμένους,χαμένους στο θόρυβο της μεγαλούπολης,θαμπωμένους απο τα φώτα των δρόμων,μπερδεμένους,εγκλωβισμενους σε έναν κόσμο που δεν διάλεξαν ,που δεν αναπνέουν αλλά κάθε μέρα αναζητούν μάταια το δυσεύρετο οξυγόνο..

Μοναξιά.Επιθυμητή ή ανεπιθύμητη.Συνειδητή απόφαση ή τυχαίο γεγονός.Δύσκολη λέξη.Σε άλλους προκαλεί φόβο,σε άλλους ελευθερία κινήσεων.Ο άνθρωπος έχει ανάγκη την ανθρώπινη συνύπαρξη.Όχι μόνο επειδή το είπε ο Αριστοτέλης αλλά επειδή η πραγματικότητα το έχει αποδείξει. Εκείνο το βράδυ στο βαγόνι του τρένου δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι.Πρέπει να ήταν 4 η 5.Ανάμεσα τους ήταν ένας άντρας γύρω στα 50.Κάθισε απέναντι μου.Μου μίλησε.Η συζήτηση δεν είχε συγκεκριμένο θέμα.Ό,τι μπορεί να ειπωθεί μεταξύ αγνώστων.Φαινόταν ανήσυχος,άλλαζε συνεχώς τη στάση του σώματος του.Αναφερόταν συνεχώς στο στρατό.Απο ότι είχα καταλάβει δούλευε για χρόνια στα ένοπλα σώματα.Ο κόσμος του ήταν αυτός,τα πάντα περιστρέφονταν γύρω απο την έννοια αυτή.

Όταν το ρώτησα που μένει δεν απάντησε.Ο προορισμός του?Άγνωστος.”Δεν ξέρω”,στο τέρμα είπε.Γιατί μπήκε στο τρένο?Για να μιλήσει σε κάποιον?Για να αισθανθεί την ανθρώπινη παρουσία?Για να ξεφύγει απο τις σκέψεις του?Άγνωστο.Μια στάση είχε απομείνει για να κατέβω.Έβαλα τα ακουστικά μου.Έπαιζε το dream on των Aerosmith..Κοίταξα έξω στο ραγισμένο τζάμι.Ένας φόβος πέρασε απο το μυαλό μου.Είχε το όνομα μοναξιά…