Ολα ξεκίνησαν από μια γυναίκα. Οπως πάντα. Και μετά ήρθε ένα άλλο θηλυκό, εξίσου επικίνδυνο: η ιδεολογία. O Ραμόν Μερκαντέρ, που κάποια στιγμή της ζωής του ονομάστηκε Στρατιώτης 13, μετά Ρομάν Πάβλοβιτς και αργότερα Ζακ Μορνάρ, ήταν κάποτε ερωτευμένος. Ηταν επίσης ένας τύπος που άλλαξε μυαλό, ταυτότητες, κοστούμια, αναμνήσεις, πάθη και εμμονές, και τα έκανε όλα για να αποδείξει σε κάποιον άλλον ότι δεν ήταν αδύναμος, ότι ήταν σωστός, θαρραλέος, ξεχωριστός, ότι ήταν ο κατάλληλος. Ισως όλοι κάνουμε το ίδιο. Μόνο που το δικό του «κάτι» ήταν κάπως πιο ιστορικό.

Ενα βράδυ του 1940 στάθηκε πάνω από το κεφάλι του Λιεφ Νταβίντοβιτς Μπρονστάιν, γνωστού ως Τρότσκι, στη λεωφόρο Βιέννα, κάπου στην Πόλη του Μεξικού, και ενώ ο ηγέτης της σοβιετικής επανάστασης προσπαθούσε να διορθώσει ένα άτσαλο δημοσιογραφικό κείμενο, κατέβασε μια ορειβατική σκαπάνη στο μέτωπό του ακριβώς τη στιγμή που τον κοιτούσε απορημένος. Τερμάτισε τη ζωή του και άκουσε μια κραυγή που δεν ξέχασε ποτέ. Ηταν μια στιγμή που άλλαξε την Ιστορία.

Ο Ραμόν Μερκαντέρ είναι πραγματικό πρόσωπο. Γεννήθηκε στην Ισπανία, μεγάλωσε στη Γαλλία, πολέμησε στον ισπανικό εμφύλιο, εκπαιδεύτηκε στη Σοβιετική Ενωση ως εκλεκτός του Στάλιν, έζησε με ψεύτικες ταυτότητες στο Βέλγιο, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και στο Μεξικό, γοήτευσε μια ασχημούλα τροτσκίστρια για να μπει στον κύκλο του θύματός του, έκανε ό,τι του είχαν πει να κάνει και μετά τη δολοφονία μπήκε στη φυλακή του Μεξικού, μια μηχανή θανάτου σε αχρηστία, καταδικασμένη να σκέφτεται ξανά και ξανά. Οταν αποφυλακίστηκε 20 χρόνια μετά, δεν είχε το δικαίωμα να μείνει ούτε ένα λεπτό στο Μεξικό. Οι μοναδικές χώρες που τον δέχτηκαν ήταν η Σοβιετική Ενωση και η Κούβα. Του έδωσαν ένα άλλο όνομα, δύο μέτρια διαμερίσματα και την ευκαιρία να πεθάνει ανενόχλητος αυτός και οι αμφιβολίες του. Εκεί, λίγο πριν από το τέλος μιας μπερδεμένης ζωής, πηγαίνει σε μια παραλία της Αβάνας κάθε μέρα με τα σκυλιά που αγαπάει όσο τίποτα, δύο αγέρωχα, σοβιετικά, καθαρόαιμα μπορζόι. Και κάπου εκεί αρχίζει η ιστορία.

Το βιβλίο «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» του Κουβανού Λεονάρδο Παδούρα (εκδόσεις Καστανιώτη) περιγράφει αρχικά μια πολιτική δολοφονία. Για να τη διηγηθεί, συναντά τη ζωή τριών ανθρώπων: του Τρότσκι, του δολοφόνου του, Ραμόν Μερκαντέρ, και ενός ηττημένου Κουβανού, τα λόγια του οποίου χτίζουν την πλοκή. Πίσω απ’ όλα αυτά, όμως, πίσω από την εξαιρετική αφήγηση, τα περιστατικά και τη σκληρότητα της Ιστορίας, είναι ένα βιβλίο που διηγείται τη χαμένη ουτοπία μιας διαφορετικής κοινωνίας. Και τη σημαντική διαφορά ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις, στις ελπίδες και στον ολοκληρωτισμό, στις εντολές και στις συνέπειές τους. Και κάπως έτσι γίνεται ένα από τα καλύτερα σύγχρονα βιβλία, ένα από τα βιβλία που τελειώνεις και έπειτα περνάς τον χρόνο σου νοσταλγώντας τα, σαν να έχει τελειώσει μια ωραία σχέση.

Ολα αυτά, όμως, έγιναν χρόνια πριν, το 1940. Τι σημασία έχουν σήμερα, πέραν της λογοτεχνικής αρτιότητας; Ισως καμία, εκτός από την ανάγνωση της σημερινής εποχής, την προσπάθειά μας να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από κάθε ιστορικό γεγονός: την εμμονή, το μίσος, την κυριαρχία των ανθρώπινων παθών πίσω από τις λογικές κινήσεις. Και το πόσο τυχαία είναι όλα.

Είναι, επίσης, ένα ανάγνωσμα καθησυχαστικό: η Ιστορία πάντα έτσι ήταν, άδικη και αμείλικτη. Το βιβλίο, εκτός από πραγματικά καλή παρέα, σε ψυχαναλύει με την απόσταση που κρατά από τα γεγονότα. Σου θυμίζει πως, τηρουμένων των αναλογιών, αυτό που ζούμε, όλη αυτή η κατάρρευση, η αδικία, η εξοικείωση με τη βία, είναι μέρος της ζωής, μια όχι ακριβώς μη αναστρέψιμη κουκκίδα Ιστορίας μέσα σε έναν παράλογο κόσμο.

ΥΓ.: Την προηγούμενη εβδομάδα μίλησε στο περιοδικό «Esquire» ο πεζοναύτης που τον Μάιο του 2011 σκότωσε τον Μπιν Λάντεν. Είναι άνεργος, ανασφάλιστος, μόνος, μπερδεμένος και ψάχνει για δουλειά. Η Ιστορία έχει πολλή πλάκα όταν το θέλει. Ακόμη και αν επαναλαμβάνεται κουραστικά.