Και ξαφνικά οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές βρέθηκαν στο επίκεντρο της οικονομικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Μάλλον με την ίδια ταχύτητα, όμως, το θέμα αυτό θα ξεπεραστεί. Διότι η όλη συζήτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί αδιέξοδη.

Είναι ξεκάθαρο πως ο σχεδιασμός και η υλοποίηση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής συνιστά μία δυναμική διαδικασία, η οποία υπό κανονικές συνθήκες θα πρέπει να ενσωματώνει μέσω των αναθεωρήσεων συμπεράσματα και διδάγματα από εσφαλμένες προβλέψεις και αστοχίες, εξελίξεις. Είναι λογικό, επομένως, πως η αξιοποίηση ενός τέτοιου επιχειρήματος όπως η υποεκτίμηση των βραχυπρόθεσμων δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών και του αντίκτυπου τους στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει κεντρικό σημείο αναφοράς και διαπραγμάτευσης είτε της κυβέρνησης είτε της αντιπολίτευσης. Πόσο μάλιστα όταν έχει υπάρξει ήδη επιμήκυνση του ελληνικού προγράμματος. Άλλωστε, ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι έχει υπάρξει αλλαγή κατευθύνσεων και στρατηγικής του Δ.Ν.Τ., δίδοντας βαρύτητα στο διαρθρωτικό έλλειμμα έναντι του κυκλικού ελλείματος.

Ωστόσο, η συζήτηση θα μπορούσε να έχει αποκτήσει άλλο νόημα αν παράλληλα μπορούσε να εξεταστεί η προσέγγιση των δυνάμεων που διαμορφώνουν το πρόγραμμα για το ρόλο των αυτόματων σταθεροποιητών εν μέσω ύφεσης και την αξιολόγηση της συμβολής τους στη δημοσιονομική προσπάθεια. Δηλαδή, εκείνων των μεταβλητών που συμβάλλουν αυτόματα στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά τη διάρκεια των φάσεων ύφεσης, ως εργαλεία σταθεροποίησης του εισοδήματος μέσω της τόνωσης της κατανάλωσης και της ζήτησης. Προφανώς, μία τέτοια προσέγγιση δεν θα υποβάθμιζε τις ανάγκες εξορθολογισμού της χρήσης των μεταβιβαστικών πληρωμών όπως ούτε και την αποτελεσματική χρήση της φορολογίας. Ας μην ξεχνάμε πως στο πλαίσιο στοχευμένης οικονομικής μελέτης για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τονίζεται η έλλειψη σαφήνειας όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών σταθεροποιητών πέραν της μεγάλης ετερογένειας τους στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Επομένως, θα μπορούσαν να αναζητηθούν διευκρινίσεις και σε αυτό το επίπεδο.

Δίχως αμφιβολία, ο αφορισμός πολιτικών προσαρμογής στο όνομα υποεκτιμήσεων ή έστω λανθασμένων προβλέψεων δεν συνιστά ψύχραιμη αντίδραση και ορθολογική προσέγγιση, ανεξαρτήτως επιδιώξεων και κινήτρων. Με την απαιτούμενη όμως ψυχραιμία θα μπορούσε να εξεταστεί ή ακόμη και να διευκρινιστεί συνολικά το ζήτημα των μεταβλητών που αποτελούν τη βάση του προγράμματος προσαρμογής, να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών εργαλείων έναντι της ύφεσης και η συνδιαστική χρήση τους. Διότι η συζήτηση μόνο περί πολλαπλασιαστών πιθανόν να υποβαθμίζει τις ανάγκες καθορισμού ενός βέλτιστου μείγματος πολιτικών. Την ίδια στιγμή δίνει τη δυνατότητα και το υπόβαθρο στους εταίρους να αντιμετωπίσουν με καχυποψία τη διάθεση μας να υλοποιήσουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμο, πάντως, ως κοινωνία να πληροφορηθούμε ολιστικά ως προς τις παραδοχές που χαρακτηρίζουν το ελληνικό πρόγραμμα, τη λογική συμπίεσης κοινωνικών δαπανών πέραν του σημείου εξορθολογισμού και το εύρος των οφελών που προσφέρει σε δημοσιονομικό επίπεδο.

Πιθανόν, στο σημείο που βρισκόμαστε η πληροφόρηση της κοινωνίας αποτελεί ανάγκη για την υλοποίηση των δύσκολων μεταρρυθμίσεων που έπονται. Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και η αξιολόγηση και η αξιοποίηση των διδαγμάτων απαιτεί ικανότητα, ειλικρίνεια και βούληση.