Tην έχουν αποκαλέσει «το κορίτσι της διπλανής πόρτας». Δεν ξέρω πού κατοικούν όλοι αυτοί, αλλά στη δική μου γειτονιά δεν συναντάς με τόση ευκολία τόσο απροσποίητα κορίτσια όπως η Γιούλικα Σκαφιδά. Εμφανίζεται με το τζιν της, ένα καρό πουκάμισο και το κράνος της μηχανής στο χέρι. Αμακιγιάριστη και απεριποίητη, αλλά χωρίς να εκβιάζει με τη γλώσσα του σώματός της την προσοχή πάνω στο χάρισμά της να είναι όμορφη και δροσερή ακόμη και με αυτή τη διόλου αξιοπρόσεκτη αμφίεση. Οπως ακριβώς δεν κάνει θέμα τη μεταμόρφωσή της σε γοητευτική γυναίκα λίγη ώρα μετά, για τις ανάγκες της φωτογράφισης.

Και όμως, αν κοιτάξεις καλύτερα, θα διακρίνεις ότι υπάρχουν και πιο σκοτεινές γωνίες σε αυτό το φωτεινό πρόσωπο. Οι φίλοι της στο κάτω κάτω δεν την αποκαλούν τυχαία «διχασμένη προσωπικότητα». Θα δεις μεν την αφελή αθωότητα της Φωτεινής Σάντρη στον «Κόκκινο βράχο» του Ξενόπουλου, που είδαμε πέρυσι στο Εθνικό σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, όπως και τον ήσυχο συμβιβασμό της Μαρίας του τηλεοπτικού «Νησιού», αλλά θα μπορέσεις να διακρίνεις τον απόηχο της παιδιάστικης αντιδραστικότητας της γκοθ φωνακλούς Πέννυ στο εξίσου επιτυχημένο «Μαύρα μεσάνυχτα» του Πάνου Κοκκινόπουλου, ή την καλομαθημένη «Ιωάννα της καρδιάς» πάνω στο σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου. Αλλά και την ικανότητα να παίξει, έστω και χωρίς έπαρση, το ναρκισσιστικό παιχνίδι, ταυτόσημο εξάλλου με το επάγγελμα του ηθοποιού. Εκδηλώνεται όταν μου δείχνει φωτογραφίες της με το εντυπωσιακό κοστούμι εποχής που θα φοράει στο θεατρικό «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ευγένιου Ο’Νιλ, το οποίο θα ανεβεί στο Εθνικό σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά από τις 21 Φεβρουαρίου, με τους Καριοφυλλιά Καραμπέτη, Χρήστο Λούλη, Γιώργο Γάλλο και Μαρία Πρωτόπαππα.

Η Γιούλικα συμφωνεί. «“Οι κανόνες του παιχνιδιού” του Λουίτζι Πιραντέλο είναι ένα από τα αγαπημένα μου έργα ακριβώς γιατί θέτει ερωτήματα γύρω από την ταυτότητα. Ποιοι είμαστε; Αυτοί που νομίζουν οι άλλοι ότι είμαστε; Αυτοί που νομίζουμε εμείς ότι είμαστε; Ή αυτοί που θα θέλαμε να είμαστε; Και είναι σαν να δίνει ο ίδιος την απάντηση με ένα άλλο εξίσου αγαπημένο έργο του: Είμαστε “Ενας, κανένας ή εκατό χιλιάδες”… Με κάθε ρόλο που μου δίνεται θέλω να ανακαλύπτω ένα από τα πολλά στοιχεία του εαυτού μου και να τα μεγεθύνω. Ακόμη και στα “Μαύρα μεσάνυχτα” η Πέννυ ήταν εγώ. Μεγεθυσμένη και στην υπερβολή της, αλλά παρ’ όλα αυτά εγώ. Εχω υπάρξει και εγώ με μαύρα ρούχα, χεβιμεταλού, να πηγαίνω με μακριά μαύρα μαλλιά και να χτυπιέμαι στα μπαρ…».

Το θέατρο ταιριάζει στη Γιούλικα

Για τον νέο ρόλο που καλείται να υποδυθεί στο Εθνικό, αυτόν της Χέιζελ, κοντινής φίλης της Λαβίνια-Ηλέκτρας, την οποία θα υποδυθεί η Μαρία Πρωτόπαππα, θα πρέπει να εκφράσει λοιπόν τη «συμβατικότητα» που ελλοχεύει μέσα της. «Η Χέιζελ θα μπορούσε να είναι η Ισμήνη στην “Αντιγόνη” ή η Χρυσόθεμις στην “Ηλέκτρα”. Βλέπει πράγματα γύρω της, αλλά επιλέγει να μείνει σιωπηλή και να προσπαθήσει για το καλύτερο με μια κριτική διάθεση πάντα». Δύσκολο πράγμα η αναζήτηση της ταυτότητας ενός ρόλου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εξάλλου, βοηθάει το γεγονός ότι «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», η μεταγραφή του μύθου της «Ορέστειας» του Αισχύλου από τον Ο’Νιλ στον αμερικανικό Βορρά, αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου στις ΗΠΑ, μιλάει για μια οικογένεια. Συγκεκριμένα «για μια διαβρωμένη αστική οικογένεια που κρύβεται πίσω από ένα άψογο, αλλά συντηρητικό προσωπείο» μου εξηγεί. «Μπαίνουμε μέσα στο σπίτι αυτής της οικογένειας και ανακαλύπτουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Και καταρρέουν τα πάντα…».

Οικογένεια, αυτή η διαχρονική Οδύσσεια. Τα κρυμμένα αδιέξοδα, το συναίσθημα που εκβιάζεται, η ενοχή που καλλιεργείται, η καταπίεση πίσω από την αγάπη. Από την αρχαία Ελλάδα στον αμερικανικό Βορρά και από εκεί κατευθείαν στο σπίτι σας. «Καμία οικογένεια δεν είναι τέλεια και όλοι έχουμε βιώσει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την αγάπη “με όρους”. Ομως αυτό γίνεται υποσυνείδητα πιστεύω» θα πει. Η δική της εμπειρία ήταν θετική. «Πιστεύω ότι η οικογένειά μου μού έδωσε τις σωστές βάσεις ώστε να μπορεί να με εμπιστευτεί για να με αφήσει να κάνω τις επιλογές μου. Τόσο απλά. Είχα ερεθίσματα για να ανακαλύψω πράγματα. Να δω τι είναι η Αριστερά, τι είναι η Δεξιά. Δεν είχα συγκεκριμένη κατεύθυνση, αν και προέρχομαι από μια οικογένεια αριστερών, ως επί το πλείστον, καταβολών».

Για τα θυμωμένα παιδιά

Αναπόφευκτα η κουβέντα θα έρθει και στο θέμα των ημερών. Τη σύλληψη των τεσσάρων νεαρών για τη ληστεία στο Βελβεντό και τις ευθύνες που επιρρίπτει μέρος της κοινής γνώμης στους γονείς τους. Δεν βιάζεται να απαντήσει γιατί δεν της αρέσουν οι απλουστεύσεις. «Υπάρχουν παιδιά που μεγαλώνουν στο περιθώριο και ξεφεύγουν από αυτό και άλλα που γεννιούνται εκτός του, αλλά το αναζητούν για να βρουν τις διεξόδους και τις απαντήσεις που ψάχνουν στη ζωή τους. Δεν υπάρχουν νόμοι για το πώς πρέπει να μεγαλώσει ένα παιδί. Δεν νομίζω, πάντως, ότι εξαρτάται από το εισόδημα των γονιών σου αν θα έχεις ανησυχίες στη ζωή σου, αν θα είσαι θυμωμένος με το σύστημα ή αν θα είσαι σε θέση να αναγνωρίσεις την κοινωνική αδικία. Από την άλλη, δεν μπορώ καν να φανταστώ και τον θυμό που θα έχουν τα άλλα παιδιά, εκείνα που βλέπουν τους γονείς τους να υφίστανται στο πετσί τους την αδικία».

Δηλώνει ότι είναι κατά της βίας, αν και αναγνωρίζει ότι δεν της είναι άγνωστη λέξη. Πριν από λίγες ημέρες, εξάλλου, της διέρρηξαν τη μηχανή στον Βοτανικό όπου μένει για να της πάρουν το κράνος. Μικρό το κακό. «Βλέποντας τηλεόραση και ακούγοντας πράγματα, το πρώτο που μου βγαίνει είναι να σπάσω την οθόνη. Είναι μια βία και αυτή. Δεν κάνω κακό σε κανέναν, τον εαυτό μου μπορεί να βλάψω, μπορεί να πιάσω και καμιά φωτιά στο κάτω κάτω. Παρατηρώ πόσο θυμό αισθάνομαι, αλλά έχω τις βάσεις για να ξέρω ότι αυτός δεν μπορεί να εκφραστεί με βία. Γνωρίζω, βέβαια, ότι υπήρξα τυχερή στη ζωή μου. Δεν χρειάστηκε να πεινάσω, κανείς από τους γονείς μου δεν υπήρξε άνεργος. Είχα πάντα την ασφάλεια του σπιτιού μου από πίσω μου».

Η Γιούλικα γεννήθηκε πριν από 31 χρόνια στην Καλαμάτα. «Ο μπαμπάς, όταν ήταν μικρός, ήθελε να γίνει ηθοποιός. Ο παππούς μου γνώρισε τον Μάνο Κατράκη στην εξορία και έγιναν φίλοι. Οταν ήρθε κάποια στιγμή στην Καλαμάτα για μια παράσταση, πήγαν και τον βρήκαν. Του λέει λοιπόν ο παππούς ότι ο μπαμπάς μου θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά εκείνος ήταν απόλυτος: “Μακριά!”. Οπότε είχαμε λίγο και το ηθοποιιλίκι σαν μικρόβιο ανεκμετάλλευτο και καταπιεσμένο στην οικογένεια».

Ο πατέρας της έγινε τελικά τραπεζικός υπάλληλος «αλλά και ποδοσφαιριστής και μετά προπονητής σε ομάδες της Καλαμάτας», γεγονός που εξηγεί και τη δική της χρόνια ενασχόληση με τον αθλητισμό, συγκεκριμένα με τον στίβο. Η Γιούλικα, η τρίτη κόρη, που δεν αγαπούσε τις κούκλες και τα κουζινικά, αλλά τα LEGO και τα Playmobil, ονειρευόταν να γίνει φυσικός ή αστροφυσικός. Η πρωτοδεσμίτισσα που πατούσε γερά στη γη, αλλά χανόταν συχνά στα αστέρια μέσα από τις ονειροπολήσεις της κατέληξε τελικά στη Ναυπηγική. Ηταν ένας τρόπος για να βρεθεί στην Αθήνα και να μπορεί να παρακολουθεί τα μαθήματα στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Το πρωί λοιπόν παρακολουθούσε «εργαστήρια οξυγονοσυγκόλλησης και εργασίας στον τόρνο φορώντας φόρμες εργασίας», ενώ το απογευματόβραδο μεταμορφωνόταν σε αερικό.

Οταν τη γνώρισε ο Κουτσομύτης και της πρόσφερε ρόλο στο σίριαλ «Τα παιδιά της Νιόβης» στο τρίτο έτος της σχολής, η Ναυπηγική έγινε παρελθόν αμετάκλητο. Την εμπιστεύτηκαν πολλοί αξιόλογοι δημιουργοί σε τηλεόραση, κινηματογράφο (θα συμμετέχει στη νέα ταινία της αξιόλογης Πέννυς Παναγιωτοπούλου, «Σεπτέμβρης») και, έστω λίγο καθυστερημένα, και στο θέατρο. Ναι, είναι «πρακτικός άνθρωπος», γνωρίζει από πειθαρχία, αλλά όταν τα φώτα σε καλούν είναι δύσκολο να μην ακολουθήσεις τη λάμψη τους. «Είναι ναρκισσισμός να ανεβαίνεις στη σκηνή και να λες: “Δείτε με”. Αλλά υπάρχει και δουλειά από πίσω, αλλά και μια ολόκληρη ιστορία προσωπικής ανάγκης να επικοινωνήσω με πολύ περισσότερο κόσμο και να μπορέσω να εκφράσω συναισθήματα και σκέψεις που ίσως θα δίσταζα να το κάνω στη ζωή μου. Με το άλλοθι ενός θεατρικού κειμένου τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα για εμάς τους εσωστρεφείς ανθρώπους που δεν είμαστε η ψυχή του πάρτι…».

* Η Γιούλικα Σκαφιδά πρωταγωνιστεί στη νέα παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά (από 21/2, Κτίριο Τσίλλερ – Κεντρική Σκηνή).