Εκεί που κάθεσαι, στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, ήταν οικόπεδο και δεν ξέρω τι, χωράφι ή βοσκοτόπι, και ερχότανε στην πέτρα σταυροπόδι το κλεφτόπουλο της παλαιάς γκραβούρας να αγναντέψει, καλή ώρα, από ψηλά το τοπίο, που σου κάνει, λες, καλό στα νεύρα. Αλλά η θέα, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, προτού χτιστεί μπροστά σου το τετράγωνο, ήταν απεριόριστη ως την Αίγινα και δεν έπρεπε να ανεβαίνεις κάθε τόσο στην ταράτσα, να ξεχαστείς μήπως και φουντάρεις στον ακάλυπτο που σε τραβάει περισσότερο κι από την τουριστική Ακρόπολη στο βάθος. Κοίτα λοιπόν πώς περνάει η ζωή από το παράθυρο, απέναντι ακριβώς από το μπαλκόνι της νέας νοικάρισσας που ξεβρακώνεται μπροστά σου ένα μήνα τώρα, όταν μετακόμισε, τις οίδε από πού. Σε βλέπει και δεν τραβάει την κουρτίνα, τόσο κουρασμένη κάθε απόγευμα που γυρνάει από το γραφείο. Παρκάρει το Smart κάτω από τη μύτη σου. Δεν έχεις αέρα στα πνευμόνια. Δεν έχεις τη δύναμη να σιχαθείς αυτούς που έφεραν τη δύσπνοια και δεν μπορείς να ψελλίσεις ούτε τα ξένα λόγια που άκουσες προχθές σε μια πάροδο της Αθηνάς στο παλκοσένικο: «Δεν θέλω άλλο να πεθαίνω». Δεν μπορείς καν να διανοηθείς πώς τα παιδιά με τα πρησμένα πόδια της κατοχής είναι τώρα τα παιδιά με τα πρησμένα μάτια. Ζεις σε μια κοινωνία που η βία της μολύνει τα παιδιά της.
Η ζωή σου έχει περάσει, το καταλαβαίνεις. Η μικρή εν τω μεταξύ με μια στροφή γύρω απ’ τον άξονά της άναψε τσιγάρο και φυσικά δεν σε χαιρέτησε, ενώ η γειτόνισσά σου, η κυρία Βανού από το μονώροφο τότε, πριν από την αντιπαροχή και τον καρκίνο: «Πώς πάει η ζωή, νεαρέ;». Επίμονη ερώτηση να ισοφαρίσει, εννοείται, τα χτυπήματα που τη βρήκαν προτού αναγκαστεί να ταπεινωθεί στον εργολάβο και προσφάτως στον ακτινολόγο, σχεδόν φαλακρή, το μέλλον άδηλο, κόλλησε με τα χέρια της το «Ενοικιάζεται», φεύγει, πάει στην κόρη της, στη Χαλκίδα. Στοιβάχτηκαν στην εξώπορτα τα «Taxis» και τα «Pizza-Hot», ποια σύνταξη, για ποιον Στουρνάρα, πού είναι το αύριο που βλέπαμε χθες, ποιοι φόροι; Εχει δει συγκριτικά στοιχεία άλλων χωρών, τη βεβαιώνει ο υπουργός.
Ε, και; Θέλει να βρίσκεται εγκαίρως στο πλοίο.
–«Πείτε μου ποια ώρα να μεταφερθώ;». Γιατί να μην το ζητήσει και αυτή; Σαν να ‘μουν εγώ ο καπετάνιος ή να διαθέτω τρόπο μετακομιδής. Τώρα μου το λέει; Τώρα που της δείχνω τα δόντια μου; Τώρα που συνάντησα το προσωπείο μου σοφιλιασμένο στις δύο συλλαβές του επιθέτου μου; Τώρα όμως μπορώ να της ευχηθώ καλό κατευόδιο. Ο,τι ήταν να της συμβεί, θα συμβεί σε όλους.
–«Γιατί εσύ μιλάς συνεχώς για θάνατο; Εγκωμιάζεις έναν φόβο που έχει για σένα ήδη παρέλθει. Το ξέρεις. Τελικός σκοπός είναι το φιλί της ζωής».
Δώσ’ της το λοιπόν και μην ταλαιπωρείς τον αναγνώστη. Οταν αισθάνεσαι την επιθυμία να γράφεις τα δικά σου νομίζεις πως διαπράττεις εθνική μειοδοσία. Αν όμως έπρεπε να κόψεις το χέρι σου, πώς θα τα έβαζες με τους «εργολάβους»;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ