Aντονι Χόπκινς

«Η κινητήρια δύναμη είναι πάντα η γυναίκα»

Δεν είναι εύκολο να μιλάς με έναν άνθρωπο τον οποίο έχεις δει να τρώει άλλους ανθρώπους. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο Ντόρτσεστερ, συνειδητοποιώ πως το ότι θα βρεθώ στο ίδιο δωμάτιο με τον ηθοποιό ο οποίος στο μυαλό μου έχει ταυτιστεί με τον serial killer και κανίβαλο Χάνιμπαλ Λέκτερ (τον υποδύθηκε τρεις φορές στα «Σιωπή των αμνών», «Χάνιμπαλ» και «Κόκκινος δράκος») μου προκαλεί αναπάντεχο άγχος.

Οι ανησυχίες μου ενισχύονται όταν, λίγο αργότερα, στη σουίτα όπου περιμένω μαζί με τους υπόλοιπους δημοσιογράφους, ακούω τη σουηδή συνάδελφο να ψιθυρίζει κάτι στον Γερμανό. Αναστατωμένη, του λέει πως έχει ακούσει πως όταν δεν του αρέσουν οι ερωτήσεις, ο Χόπκινς απαντά μονολεκτικά, καθώς και ότι έχει φτάσει στο σημείο να διακόψει συνέντευξη γιατί εκνευρίστηκε.

Ετσι όπως καθόμαστε όλοι γύρω από το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, μοιάζουμε – στο μυαλό μου τουλάχιστον – με υποψήφια θηράματά του και είναι ζήτημα χρόνου να μας «καταβροχθίσει». Το ερώτημα είναι ποιους από εμάς θα διαλέξει για ορεκτικό, ποιους για κυρίως πιάτο, ποιους για επιδόρπιο και ποιους θα αφήσει εκτός μενού.

Μπαίνει στο δωμάτιο, κάθεται και ρωτά τον καθένα από εμάς ποια χώρα εκπροσωπεί. Το βλέμμα του είναι διάφανο, ψυχρό και διαπεραστικό. Η φωνή του, χαμηλόφωνη και ανησυχητικά ήρεμη. Οπως και του Χάνιμπαλ Λέκτερ. Οπως και του Αλφρεντ Χίτσκοκ.

Ορεκτικό

Η σουηδή συνάδελφός μου αυτοθυσιάζεται πρώτη, κάνοντας συμπτωματικά μία «γαστρονομική» ερώτηση για το αν ακολούθησε συγκεκριμένη διατροφή για τον ρόλο. Της απαντά πως δεν έβαλε κιλά – φορούσε ειδικό κοστούμι και ψεύτικη κοιλιά. «Κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι τόσο ογκώδης, κάτι που δυστυχώς είναι μια πραγματικότητα για πολλούς ανθρώπους. Στην Αμερική, το μόνο που βλέπεις στην τηλεόραση είναι διαφημίσεις για φαγητό. Είναι θλιβερό».

«Εγώ θα ήθελα να μάθω για το μακιγιάζ» του λέει η γιαπωνέζα δημοσιογράφος. Με συντομία και ελαφριά ενόχληση, της απαντά πως κάθε μέρα η εφαρμογή του μακιγιάζ έπαιρνε μιάμιση ώρα.

Ο Ολλανδός τον ρωτά για τη συνάντησή του με τον Χίτσκοκ, και ο Χόπκινς, μιμούμενος τη φωνή του σερ Αλφρεντ, αφηγείται το γεγονός. «Ηταν το 1979 στο Λος Αντζελες. Ημουν με τον ατζέντη μου, όταν τον είδαμε να περνά. Με σύστησε λέγοντας πως ήμουν ένας πολύ καλός πελάτης του. “Γοητευμένος. Καλή σου τύχη”. Αυτό μού είπε μόνο».

«Είχατε κάποια σχόλια από την κόρη του Χίτσκοκ για την ταινία;» επιστρέφει στο μενού η σουηδή δημοσιογράφος. «Οχι» απαντά μονολεκτικά. Ο Γερμανός τον ρωτά για τις εμμονές του. «Δεν έχω». «Ομως σας αρέσει να ζείτε τη ζωή σας έντονα», επιμένει. «Οχι! Εντονα; Τι σας κάνει να το λέτε αυτό;». «Σας αρέσει να παίζετε μουσική». «Αυτό δεν είναι ένταση. Είναι απόλαυση». «Διάβασα μια συνέντευξή σας στην οποία σχολιάσατε πως σας αρέσουν “τα κακά αγόρια”». Τώρα ήρθε η ώρα του γερμανικού ορεκτικού, σκέφτομαι. «Τα “κακά αγόρια”; Πότε το είπα αυτό;» ρωτά ενοχλημένος. «Ηταν για τον Ράσελ Κρόου» εξηγεί η Σουηδή. «Μου αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν το θάρρος της γνώμης τους. Ο Ράσελ έχει πολύ ισχυρή προσωπικότητα και κανείς δεν τολμά να τα βάλει μαζί του».

«Ολοι θα σας ζηλεύουν που δουλέψατε με την Ελεν Μίρεν και τη Σκάρλετ Τζοχάνσον. Πώς ήταν η χημεία μεταξύ σας;» ρωτά η γιαπωνέζα συνάδελφος. «Δεν πρόκειται για χημεία. Είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες» της απαντά κοφτά. «Δεν κάνετε παρέα με τους συμπρωταγωνιστές σας εκτός γυρισμάτων;» έρχεται μία ακόμη ερώτηση από τη Σουηδία. «Ποτέ». «Τι κοινό έχετε με τον Χίτσκοκ;» επεμβαίνει ο Γερμανός. Ο Χόπκινς κάνει μια μεγάλη παύση, όχι για να σκεφτεί τι θα απαντήσει, αλλά σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του από κάποιο ξέσπασμα. «Κανένα κοινό… Θαυμάζω την ψυχρότητα που είχε. Δεν έχω φίλους ηθοποιούς. Δεν έχω φίλους γενικά. Ζω μια μοναχική και ήρεμη ζωή». «Σας λείπει ποτέ η…» αποπειράται να ρωτήσει η Σουηδή, αλλά εκείνος τη διακόπτει, με αιφνιδιάζει με το επιβλητικό του βλέμμα και με ρωτάει: «Εσείς; Εχετε κάποια ερώτηση για μένα;».

Κυρίως πιάτο

Το γεγονός πως ο Χίτσκοκ είχε μια πολύ αινιγματική προσωπικότητα, με αποτέλεσμα να ξέρουμε πολύ λίγα πράγματα για το πώς ήταν πραγματικά ως άνθρωπος, ήταν κάτι που σας δυσκόλεψε ή που σας απελευθέρωσε στην προσέγγιση του ρόλου; «Μου είναι δύσκολο να μιλήσω για την ψυχολογία που υπεισέρχεται στην ερμηνεία ενός ρόλου. Τι είναι η ηθοποιία; Ακόμη δεν ξέρω. Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία όπου ο Χίτσκοκ και η Αλμα έχουν μόλις μαλώσει. Μπαίνω στο δωμάτιό της και τη βρίσκω να βλέπει τηλεόραση. Το ξέρω και από μένα αυτό, οι άνδρες είναι περήφανοι και δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι έχουν κάνει λάθος, γιατί είναι χαζοί. Υπάρχει μια στιγμή, λοιπόν, που την αγγίζω στον ώμο. Οταν γυρίζαμε τη σκηνή, θυμάμαι που σκέφτηκα “ναι, αυτό το καταλαβαίνω”. Την τρυφερότητα και την ανικανότητα να εκφράσεις αυτό που πραγματικά νιώθεις. Οι άνδρες είναι συναισθηματικά κλειστοί. Εγώ τουλάχιστον είμαι. Βλέπουν τα πράγματα με παρωπίδες, συχνά επηρεασμένοι από τη φιλοδοξία τους. Ετσι ήταν και ο Χίτσκοκ. Νομίζω ήταν ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος που έκρυβε την πραγματική φύση του πίσω από ένα επιβλητικό παρουσιαστικό.

Οι περισσότερες ταινίες του είναι στην πραγματικότητα αισθηματικές και κινητήρια δύναμη είναι πάντα η γυναίκα. Ακόμη και στο “Ψυχώ”, είναι μια νεκρή γυναίκα, η μητέρα του Νόρμαν Μπέιτς. Νομίζω πως επάνω στους γυναικείους χαρακτήρες και στις ηθοποιούς του έκανε μια προβολή της “θηλυκής” πλευράς του. Οπως οι πανέμορφες ηρωίδες του – η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ – παραμένουν πάντα απρόσιτες, έτσι νομίζω ήταν και ο ίδιος. Σίγουρα θα ήθελε στην πραγματικότητα να μοιάζει με τον Κάρι Γκραντ, αλλά δεν ήταν ούτε καν σαν τον Χάμπτι Ντάμπτι (σ.σ.: χαρακτήρας αγγλικού παιδικού τραγουδιού που περιγράφεται ως ανθρωπόμορφο αβγό).

Ηταν ο πιο συνταρακτικός σκηνοθέτης της εποχής του και μια συναρπαστική προσωπικότητα, με τρομερή ικανότητα να καταδύεται στα βάθη του ανθρώπινου υποσυνειδήτου. Δεν νομίζω πως υπήρξε άλλος που μπορούσε να “χτίζει” τις προσδοκίες του κοινού με τόση μαεστρία και κομψότητα όπως εκείνος. Γι’ αυτό αισθανόμουν μεγάλη έλξη για τον ρόλο».

Είναι ενδιαφέρον που στην ταινία βλέπουμε την ανθρώπινη πλευρά του, τις ανασφάλειες και τους φόβους ενός ανθρώπου που έδινε την εντύπωση του ατρόμητου.

«Ναι. Πολλοί τον χαρακτήριζαν “σκοτεινό” και σκληρό, αλλά εγώ νομίζω ήταν πολύ ευαίσθητος. Είχε πολλά ελαττώματα, έτρωγε και έπινε πολύ, ήταν κακομαθημένος, ματαιόδοξος, νάρκισσος… Οπως όλοι μας άλλωστε. Χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν θα ήμασταν άνθρωποι».

Επιδόρπιο

«Προσπάθησα να αγοράσω έναν πίνακά σας, αλλά είχαν πωληθεί» του λέει η φινλανδή συνάδελφος (σ.σ.: ο Χόπκινς ζωγραφίζει και συνθέτει μουσική). «Α, η γυναίκα μου, βλέπετε, κάνει όλες τις συμφωνίες. Μου λέει: “Εσύ απλώς ζωγράφισε!”. Και μετά πάει και ξοδεύει τα λεφτά μου στο Harrods».

«Γιατί μισείτε τη σόου μπιζ;» επιστρέφει ακλόνητος ο γερμανός δημοσιογράφος, επιμένοντας να «καταβροχθιστεί».

«Δεν τη μισώ! Ποιος το είπε αυτό; Απλώς δεν είμαι κοινωνικός, δεν μου αρέσουν τα πάρτι. Ξέρω πως είναι κομμάτι της δουλειάς μου το να συμμετέχω στην προώθηση των ταινιών μου, όπως κάνω τώρα, αλλά στο τέλος της ημέρας, ανυπομονώ να γυρίσω σπίτι μου, να δω τηλεόραση ή να διαβάσω ένα βιβλίο και να πάω για ύπνο».

Ο χρόνος μας τελείωσε και ο Χόπκινς σηκώνεται για να φύγει. «Θα σας δούμε στα Οσκαρ!» του λέει ο άγγλος δημοσιογράφος, αλλά εκείνος δεν σχολιάζει και αποχωρεί. Σκέφτομαι πως τελικά ίσως είναι και εκείνος «ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, που κρύβει την πραγματική φύση του πίσω από ένα επιβλητικό παρουσιαστικό», ακριβώς όπως ο ίδιος περιέγραψε – και υποδύθηκε – τον Χίτσκοκ δηλαδή.

Ελεν Μίρεν

«Πετυχημένος γάμος είναι ο ελεύθερος γάμος»

Hελεν μίρεν είναι σίγουρη για τον εαυτό της. Το καταλαβαίνεις από το βλέμμα της, τις κινήσεις της, την απροσποίητη γοητεία της. Πάντα ήταν. Υπάρχει μια συνέντευξή της, από το 1975, όταν ο διάσημος άγγλος παρουσιαστής Μάικλ Πάρκινσον την είχε καλέσει στο στούντιο. Ηταν μόλις 30 χρόνων, όμορφη, και δέχτηκε μια τρομακτική, αλλά μάλλον φυσιολογική, για την πατριαρχική και μισογυνική εποχή, επίθεση από τον παρουσιαστή: πως είναι «ερωτική με προκλητικό τρόπο» (sluttishly erotic), πως δεν είναι σοβαρή ηθοποιός, πως επιδεικνύει τα στήθη της διαρκώς και άλλα τέτοια σεξιστικά. Χωρίς να αγχωθεί, κρατώντας ένα φτερό στο χέρι, αλλάζει το θέμα της κουβέντας, ταπεινώνει τον παρουσιαστή και, παίζοντας με τον ερωτισμό της, κερδίζει το επικοινωνιακό παιχνίδι με τους όρους της. Ολα αυτά, το 1975.

Οταν τη βλέπεις από κοντά, το 2013, στα 68 της χρόνια, καταλαβαίνεις πως υπάρχουν άνθρωποι που ομορφαίνουν μεγαλώνοντας. Και που γίνονται όλο και πιο σίγουροι για τον εαυτό τους. Στην ταινία «Χίτσκοκ», η Μίρεν υποδύεται τη σύζυγο του Αλφρεντ Χίτσκοκ, Αλμα Ρέβιλ. Σεναριογράφος και μοντέρ, η Ρέβιλ υπήρξε συνεργάτιδα και – επί 54 χρόνια – σύζυγος του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Το φιλμ επικεντρώνεται στη σχέση τους, που συχνά δοκιμαζόταν από συγκρούσεις, αλλά βασιζόταν στον αμοιβαίο σεβασμό και σε μια κοινή αίσθηση του χιούμορ. Η συζήτηση δεν γίνεται να μην περιστραφεί γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις και το μυστικό των μακροχρόνιων δεσμών, «την ελευθερία».

Πιστεύετε πως το γεγονός ότι οι Ρέβιλ και Χίτσκοκ – δύο πολύ δυνατές προσωπικότητες –
ήταν συνεργάτες και σύζυγοι, περιέπλεκε τα πράγματα στη σχέση τους; «Κάποιοι νομίζουν ότι η Αλμα ήταν θύμα στη σχέση τους, αλλά εγώ διαφωνώ απόλυτα. Ηταν ένα ισότιμο μέλος. Της άρεσε να είναι κομμάτι της δημιουργικής συνεργασίας τους, αλλά δεν είχε κανένα πρόβλημα να βρίσκεται στο παρασκήνιο. Ο ρόλος που έπαιξε – στη δημιουργία όχι μόνο των ταινιών του Χίτσκοκ, αλλά και μιας σταθερής οικογενειακής ζωής για τους δυο τους –
ήταν κεφαλαιώδης. Ο Χίτσκοκ ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος, με τρομερή αίσθηση του χιούμορ. Το ίδιο και η Αλμα. Γελούσαν πολύ μαζί».

Πόσο σημαντικό είναι το χιούμορ στη σχέση σας με τον σύζυγό σας, Τέιλορ Χάκφορντ; «Είναι πολύ σημαντικό, αλλά, για να πω την αλήθεια, ο Τέιλορ δεν είναι τόσο αστείος όσο ο Χίτσκοκ! (γελάει) Το πιο σημαντικό για έναν πετυχημένο γάμο είναι, πιστεύω, το να δίνεις στον σύντροφό σου την ελευθερία να κάνει αυτά που θέλει. Να τον στηρίζεις και να τον ενθαρρύνεις να τα πραγματοποιήσει, όχι να γκρινιάζεις. Και να απαιτείς και εσύ το ίδιο από εκείνον. Αυτό υπήρχε πολύ έντονα στη σχέση της Αλμας με τον Χίτσκοκ και ισχύει και στη σχέση μου με τον Τέιλορ».

Τι πιστεύετε για την εμμονή που λένε πως είχε ο Χίτσκοκ με τις ξανθές; «Νομίζω είναι μια υπερβολή. Ηταν σαφώς ηδονοβλεπτικός. Αλλά όλοι οι σπουδαίοι σκηνοθέτες ήταν. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι τού να είσαι σκηνοθέτης, όπως η έκθεση είναι αναπόσπαστο κομμάτι τού να είσαι ηθοποιός. Δεν θα ξεχάσω όταν έκανα το “Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της”. Είχαμε να γυρίσουμε μια ερωτική σκηνή και ο Πίτερ Γκρίναγουεϊ κάλυψε όλο το σετ με μαύρες κουρτίνες, κάνοντας μια μικρή τρύπα σε μία από αυτές ώστε η κάμερα να μπορεί να “κρυφοκοιτάζει”. Εγώ και ο συμπρωταγωνιστής μου δεν μπορούσαμε να δούμε κανέναν από το συνεργείο. Ημασταν σε έναν μικρό ιδιωτικό κόσμο. Ηταν η απόλυτη ηδονοβλεψία από την πλευρά του Γκρίναγουεϊ, αλλά ήταν μια καταπληκτική ιδέα».

Μία πτυχή του χαρακτήρα του Χίτσκοκ που αποκαλύπτεται στην ταινία είναι η έντονη ανασφάλειά του. Πόσο σημαντικό είναι για κάποιον, ειδικά για έναν καλλιτέχνη, να πιστεύει στον εαυτό του; «Νομίζω ότι είναι σημαντικό να έχεις αυτοπεποίθηση, αλλά εξίσου σημαντικό είναι να μην είσαι σίγουρος για τον εαυτό σου. Το να νιώθεις μη επαρκής μπορεί να είναι πολύ χρήσιμο. Σε κινητοποιεί και σε κάνει να προχωράς και να εξελίσσεσαι. Αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να πιστεύεις στον εαυτό σου ή στην τύχη σου – είναι μια κατάσταση σχιζοφρένειας σχεδόν».

Ποιες είναι οι σκέψεις σας για τον τίτλο στο πόστερ της ταινίας, «Πίσω από κάθε ψυχοπαθή κρύβεται μια σπουδαία γυναίκα»; «Είναι πολύ αστείο, αλλά, για να μιλήσουμε σοβαρά, πιστεύω πως πίσω από κάποιον που είναι ψυχοπαθής κρύβεται αφενός κάποιο περιστατικό κακοποίησης στην παιδική ηλικία του και αφετέρου μια γυναίκα – η μητέρα του –,
που μόνο σπουδαία δεν ήταν. Κανείς δεν γίνεται εγκληματίας αν κάποιος άλλος δεν έχει εγκληματήσει σε βάρος του προηγουμένως».

Τον μισό χρόνο ζείτε στο Λονδίνο και τον υπόλοιπο στο Λος Αντζελες. Πώς αισθάνεστε ως Αγγλίδα στην Αμερική; Δυσκολευτήκατε στην αρχή; «Μοιραζόμαστε την ίδια γλώσσα και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Η αγγλική προφορά, επίσης, βοηθάει. Ολοι οι “κακοί” χαρακτήρες σε μια ταινία έχουν αγγλική προφορά, είναι σνομπ και comme il faut. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον αυτό συμβαίνει, γιατί οι σνομπ άνθρωποι είναι συνήθως κακοί. (γελάει) Αστειεύομαι. Αυτό που λείπει γενικά στους Ευρωπαίους όταν πηγαίνουν να ζήσουν στο Λος Αντζελες είναι η ζωή στον δρόμο, το να μπορείς να περπατάς. Σπίτι μου, πάντως, παραμένει πάντα το Λονδίνο».

Εχετε πει πως ακόμη και αν σας αναγνωρίζουν συχνά στον δρόμο, δεν μπήκατε ποτέ στη διαδικασία να αλλάξετε τον τρόπο με τον οποίο ζείτε προκειμένου να αποφύγετε την αναγνωρισιμότητα. «Ναι, είναι αλήθεια. Αρνούμαι να το κάνω. Παίρνω το μετρό, μπαίνω στο λεωφορείο, πάω στο σουπερμάρκετ. Συχνά, εκεί που ψωνίζω χαρτί τουαλέτας ή κάτι άλλο αντίστοιχα μη σικ, μπορεί να έρθει κάποιος και να μου πει: “Μήπως είστε η… Οχι, δεν μπορεί… Μα είστε η… Οχι, δεν μπορεί να είστε εσείς…”. Συνήθως, όμως, ο κόσμος είναι ευγενικός, επομένως τους λέω την αλήθεια». l

X Η ταινία «Χίτσκοκ» θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 7 Φεβρουαρίου, από την Odeon.