Σε συνέχεια προηγούμενου άρθρου μας γιατί τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα καθίστανται μη ανταγωνιστικά με συνέπεια οι αγρότες κάθε χρόνο σχεδόν να κατεβάζουν τα τρακτέρ στους δρόμους διεκδικώντας το δικαίωμα στην επιβίωση, θα πρέπει να αναφέρουμε ορισμένες αλήθειες που προκύπτουν από τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα. Ξεκινώντας από την κτηνοτροφία που έχει και το μεγαλύτερο πολλαπλασιαστή στην οικονομία, θα παρατηρήσουμε ότι είναι εντελώς ανοργάνωτη και παρατημένη στην τύχη της.

Η φύση του επαγγέλματος που θέλει τις κτηνοτροφικές μονάδες διασκορπισμένες σε δυσπρόσιτες περιοχές και τον κτηνοτρόφο επί σχεδόν 24ωρης βάσης και για 365 μέρες το χρόνο να ασχολείται με τα ζωντανά του, σε συνδυασμό με το ελάττωμα της φυλής να συνεργάζεται και να συνεταιρίζεται, αποτελούν τις εγγενείς αδυναμίες. Σε αυτά τα μειονεκτήματα θα πρέπει να προστεθούν η έλλειψη βοσκοτόπων, σε μία χώρα που έχει χαρακτηρίσει τεράστιες εκτάσεις ως δασικές, για να τις προστατέψει από τους καταπατητές, χωρίς ποτέ να κατορθώνει να περιορίζει τις νέες γενιές αυθαιρέτων. Και ερχόμαστε στην καθημερινή πραγματικότητα του προβατοτρόφου.

Το αρνί γάλακτος ή το κατσικάκι πωλείται στα κρεοπωλεία ή τα μάρκετ το τελευταίο διάστημα προς 5 έως 6 ευρώ το κιλό. Από τον κτηνοτρόφο αγοράστηκε προς 2,5 με 3 ευρώ. Ένα αρνί γάλακτος των 8 κιλών θέλει 60 ως 70 κιλά γάλα για να μεγαλώσει του οποίου η τιμή είναι 1 ευρώ το κιλό (αυτή είναι η μέση τιμή του πρόβειου που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή φέτας ή πρόβειου γιαουρτιού). Άρα το κόστος στον κτηνοτρόφο είναι δυσβάσταχτο. Πουλά προς 3 ευρώ το κιλό το κρέας, ήτοι 24 ευρώ τα 8 κιλά όταν το κόστος του γάλακτος που δαπανά υπερβαίνει τα 70 ευρώ).

Αντίθετα τα εισαγόμενα πρόβατα απογαλακτίζονται από την 10η ημέρα με αποτέλεσμα με ένα σιτηρέσιο της τάξης των 20 ευρώ να φτάνουν τα 8 ή 9 ή 10 κιλά και εξαιτίας της απουσίας ελέγχων πωλούνται στην ίδια τιμή με τα ελληνικά χωρίς ωστόσο να έχουν την ίδια διατροφική αξία. Αυτό το απλό παράδειγμα μας δείχνει γιατί οδηγείται σε σταδιακό αφανισμό η προβατοτροφία στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι υπάρχει το συγκριτικό πλεονέκτημα της φέτας…

Προφανώς η εντατικοποίηση των ελέγχων είναι ένα μέτρο που δεν έχει οικονομικό κόστος και προστατεύει την εγχώρια παραγωγή από τις «ελληνοποιήσεις». Στη φυτική παραγωγή, τώρα ένα πρόβλημα που έχει ανακύψει τα τελευταία 2 – 3 χρόνια είναι η απουσία ελέγχων από τον ΕΛΓΑ, προκειμένου να διακριβωθεί αν πράγματι υπέστησαν καλλιέργειες βαμβακιού ζημιά από το πράσινο σκουλήκι ή αν απλά δηλώθηκαν ότι καλλιεργήθηκαν με βαμβάκι, άρα δεν δικαιούνται να λάβουν τη συνδεδεμένη ενίσχυση.

Η πολιτεία λέει ότι οι έλεγχοι κοστίζουν, ενώ ο καλός και νόμιμος παραγωγός αισθάνεται αδικημένος αν αντί των 70 ευρώ το στρέμμα συνδεδεμένη ενίσχυση λάβει τελικά 60, διότι «φούσκωσε» η καλλιέργεια με εικονικά στρέμματα που δεν καλλιεργήθηκαν. Κι εδώ υπάρχει μία πρακτική λύση που δεν έχει κόστος για την πολιτεία. Να δεσμεύσει ένα ποσό της τάξης του 1 εκατομμυρίου ευρώ από τα 184 περίπου που διανέμονται ετησίως ως συνδεδεμένη ενίσχυση στο προϊόν. Με αυτά να προσλάβει 100 εποχιακούς γεωπόνους που να ελέγξουν για 4 μήνες από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο που συγκομίζεται το προϊόν τα 2,5 εκατομμύρια στρέμματα που καλλιεργούνται ετησίως.

Έτσι κατορθώνει αφενός μεν να εμπεδώσει το αίσθημα δικαίου στον αγροτικό τομέα, αφετέρου να ενεργοποιήσει ακόμη περισσότερο τους πραγματικούς παραγωγούς, ώστε να αυξηθεί το παραγόμενο προϊόν και να λάβει και προστιθέμενη αξία μετά την εκκόκκισή του, ενώ διασκεδάζει μερικώς την ανεργία και σε έναν επιστημονικό κλάδο, χωρίς δημοσιονομικό κόστος. Θα μπορούσαν να αναφερθούν και άλλα μέτρα που δεν έχουν κόστος όπως για παράδειγμα το να οριστικοποιήσει ο ΟΠΕΚΕΠΕ ποιες εκμεταλλεύσεις εντάσσονται ή όχι στο πρόγραμμα μείωσης νιτρορρύπανσης με αποτέλεσμα να μην αφήνονται χωράφια σε αγρανάπαυση χωρίς να γνωρίζουν οι καλλιεργητές τους αν είναι δικαιούχοι του προγράμματος και άρα σε περίπτωση απόρριψης να χάνουν γη από την παραγωγική διαδικασία τόσο οι ίδιοι όσο και η εθνική οικονομία. Τέλος να αναφέρουμε την περίπτωση των ΑΔΑ των ανοιχτών καλλιεργητικών δανείων, τα οποία λόγω έλλειψης ρευστότητας περικόπτονται.

Οι αγρότες είναι η μοναδική παραγωγική τάξη που σε περίοδο ύφεσης επιχειρεί και αναλαμβάνει το ρίσκο να δανειοδοτηθεί , μη γνωρίζοντας αν η παραγωγική διαδικασία λόγω διακύμανσης τιμών και αυξημένου κόστους παραγωγής θα αποφέρει κέρδη. Και αυτό αντί να αποτελεί πλεονέκτημα για μία οικονομία που επιδιώκει διακαώς να αυξήσει την εξωστρέφειά της με εξαγωγές ποιοτικών προϊόντων και να καλύψει το εμπορικό έλλειμμά της στο ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων καθιστάμενη όσο το δυνατόν περισσότερο αυτάρκης, αντίθετα θεωρείται ως μειονέκτημα γιατί απομυζά ρευστότητα από ένα τραπεζικό σύστημα που αδυνατεί να χρηματοδοτήσει την πραγματική οικονομία.… εν κατακλείδι θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως όποιος ποτίζει με πετρέλαιο στο θεσσαλικό κάμπο τίθεται αυτομάτως εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Το ερώτημα είναι αν η εθνική οικονομία με 1,3 εκατομμύρια ανέργους έχει την πολυτέλεια να θέσει εκτός παραγωγής ένα μεγάλο τμήμα της παραγωγικής της βάσης, ή αν θα πρέπει αυτή η πορεία να ανακοπεί. Η απάντηση θα πρέπει να δοθεί από την κυβέρνηση τις προσεχείς ημέρες.

Θυμίζουμε απλά ότι από την φυτική και ζωική παραγωγή υποστηρίζονται περί τα α 70 επαγγέλματα και νευραλγικοί κλάδοι της οικονομίας, όπως η μεταποίηση που χωρίς πρώτη ύλη κατεβάζει ρολά! Ο κάμπος με αυτές τις τιμές στο ρεύμα, το πετρέλαιο και τα αγροτικά εφόδια απειλείται με μακροχρόνια αγρανάπαυση και οι ευθύνες θα είναι τεράστιες για όσους μυωπικά και με την κοντόθωρη λογιστική λογική δεν δώσουν φέτος την άνοιξη λύσεις….