Η φετινή επέτειος των 150 χρόνων από τη γέννηση του Καβάφη επισκίασε µε τη λάµψη της όλες τις άλλες λογοτεχνικές επετείους, που απαρίθµησε και σχολίασε εύστοχα η Μ. Θεοδοσοπούλου στην Εποχή (30-12-2012). Σε αυτές θα µπορούσαµε να προσθέσουµε και µιαν ακόµη, αφανή: την επέτειο των 300 χρόνων από τη γέννηση του Καισάριου Δαπόντε (1713-1784).
Βέβαια, ο Δαπόντες δεν είναι σήμερα γνωστός παρά μόνο στους ενδιαφερομένους για τον 18ο αιώνα. Και όμως, από την εποχή του ως την εμφάνιση της γενιάς του Παλαμά η τύχη του ήταν διαφορετική. Στον αιώνα του «θεωρήθηκε ο μεγάλος ποιητής» (Δημαράς), στις αρχές του 19ου αιώνα «μελωδικότατος εις την ασματικήν ποίησιν» (Κοδρικάς) και ως το 1880 περίπου «μελωδός και στιχουργός ουχί των ευκαταφρονήτων» (Σάθας).
Αξίζει, λοιπόν, να μιλάμε για επέτειο Δαπόντε; Θα έλεγα ναι. Οι επέτειοι προσφέρονται για επανεξέταση του έργου ορισμένων ανθρώπων, και το έργο του Δαπόντε, που είναι και πεζογραφικό, χρειάζεται επανεξέταση. Αλλωστε ο Δαπόντες επανήλθε τον τελευταίο καιρό σε κάποιαν επικαιρότητα, για λόγους όχι μόνο σωστούς αλλά και λανθασμένους: επικαιρότητα λογοτεχνική, με την επανέκδοση, τη δεκαετία του 1990, ποιητικών έργων του, συνοδευόμενη από μερική επανεκτίμηση των λυρικών του στίχων· και επικαιρότητα ιστοριογραφική, με την απεικόνισή του ως τυπικού φορέα μιας κοινής βαλκανικής κοσμοαντίληψης του αιώνα του.
Ο περιορισμένος χώρος της επιφυλλίδας δεν επιτρέπει να πούμε περισσότερα για το πρώτο. Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για το δεύτερο, που αποτελεί ένα ακόμη επίτευγμα της αντιεθνοκεντρικής ιστοριογραφίας μας, η επίδοση της οποίας στην κατασκευή μύθων είναι εφάμιλλη με εκείνη της εθνοκεντρικής. Αναφέρομαι στον μύθο ενός Δαπόντε χωρίς εθνική συνείδηση, μύθο ελάσσονα, που πρωτοεμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990 για να τεθεί στην υπηρεσία του μείζονος μύθου της ανυπαρξίας ελληνικής εθνικής συνείδησης πριν από την Επανάσταση. Παραθέτω δύο δείγματά του:
«Για τον Δαπόντε το «εμείς» δεν το καθόριζε μια «εθνικού» τύπου έννοια, όσο η διχοτομική διάκριση πιστοί και άπιστοι. Το γένος είναι οι ορθόδοξοι, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλούν» (1994)· «Η εμπειρία του Δαπόντε ήταν μια εμπειρία που δεν ήταν χρωματισμένη από εθνικές ή εθνοτικές υποκειμενικότητες. Ο Δαπόντες δεν έχει αίσθηση εθνικής πατρίδας πέρα από την τοπική πατρίδα του [τη Σκόπελο]» (1996).
Για τον συγγραφέα του δεύτερου από τα παραπάνω χωρία ο Δαπόντες δεν έχει εθνική πατρίδα, γιατί ως «την ανάδυση και σταθεροποίηση των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια κατά τον αιώνα από τη δεκαετία του 1830 περίπου ως εκείνη του 1920 εθνικές «νοοτροπίες» (ελληνική, βουλγαρική, ρουμανική, σερβική, τουρκική, αλβανική)» δεν υπάρχουν· υπάρχει μόνο «μια κοινή «βαλκανική νοοτροπία» […] απαλλαγμένη από εθνοτικές και εθνικές κατασκευές», που ήταν «κυρίως βασισμένη στη θρησκευτική πίστη».
Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι δύο παραπάνω μελετητές δίνουν ως απτή απόδειξη της εν λόγω βεβαιότητάς τους για την απουσία εθνικής συνείδησης στον Δαπόντε το έργο του Κήπος Χαρίτων (1768), οι στίχοι του οποίου, ωστόσο, τους διαψεύδουν. Διότι η απροκατάληπτη ανάγνωση του έργου δείχνει ότι ο Δαπόντες όχι μόνο είχε ελληνική συνείδηση και αίσθηση εθνικής πατρίδας, αλλά και ότι, πολύ πριν από τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο, πίστευε στην ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, αφού κάνει λόγο για τρεις περιόδους του ελληνικού έθνους: Αναφερόμενος στα σπουδαία αρχιτεκτονήματα των αρχαίων Ελλήνων («των πάλαι προπατόρων μας») και στα ανάλογα των βυζαντινών («λείψανα της προχθεσινής δικής μας εξουσίας»), «δακρυρρο[εί] και ελεεινολογ[εί]» για την κατάντια του «το γένος μας το τωρινό» (ΙΑ: 101-112, 36-46), το γένος «των νυν Ρωμαίων», δηλαδή το «τωρινό» έθνος των Ελλήνων –βλέπε και τον γνωστό βαρύ του θρήνο για την Ελλάδα της εποχής του («Ελλάς, καθέδρα των εθνών…»: Γεωγραφική Ιστορία).
Ο Δαπόντες, που αυτοπροσδιορίζεται εθνικά όχι μόνο με το όνομα Ρωμαίος αλλά και με το –συνώνυμο για τους περισσότερους την εποχή του –Γραικός («κατά το μέτρον των Γραικών ημών», Καθρέπτης Γυναικών: Β’, 543· 1776), και που χρησιμοποιεί τον όρο γένος όχι μόνο με θρησκευτική αλλά, όπως είδαμε, και με εθνική σημασία, πίστευε ότι η ελληνική ιστορία αριθμούσε ως την εποχή του «τρεις χιλιάδες χρόνους» (Κήπος Χαρίτων: ΙΑ’, 45), χίλιους περισσότερους από εκείνη των Ευρωπαίων («Οι Φράγκοι από τους Γραικούς πίσω περιπατούσι/ χίλια χρόνια κοντά πίσω»: Καθρέπτης…). Ως ευσεβής χριστιανός αποφεύγει το όνομα Ελληνες –παρ’ ότι χρησιμοποιόταν συχνά, με ή χωρίς προσδιορισμό («οι νυν Ελληνες», «οι τωρινοί Ελληνες», «οι νέοι Ελληνες» κ.ά.), γιατί για τους περισσότερους η λέξη στην εποχή του σήμαινε ακόμη τους αρχαίους Ελληνες, που ήταν ειδωλολάτρες. Τους οποίους, ωστόσο, παρά τη διαφορά της θρησκείας, θεωρεί μέλη της ίδιας εθνικής οικογένειας (Κήπος Χαρίτων: ΙΕ’, 395-410).
Ο μύθος ενός χωρίς εθνική συνείδηση Δαπόντε έχει ήδη αρχίσει να διεθνοποιείται. Τον αναπαράγουν οι ιστορικοί Mark Mazower (The Balkans, 2000, σ. 53, 165-166) και Andrei Pippidi (Η Καθημερινή, 31-5-2009). Και οι δύο την άποψή τους για τον Δαπόντε και την κατάσταση της συλλογικής συνείδησης στα Βαλκάνια τον 18ο αιώνα τη στηρίζουν στο δεύτερο από τα κείμενα των δύο μελετητών που ανέφερα.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ