Πριν από μερικά χρόνια ο Ζακ Τουσάρ, ένας γάλλος φίλος του σκηνοθέτη Πέτρου Σεβαστίκογλου, τον κάλεσε στο χωριό Μπάμπα Γκαράζ της Σενεγάλης, όπου ζει επί 30 χρόνια, με την προοπτική να αναζητήσει ιδέες για τη δημιουργία κάποιας ταινίας σχετικής με την Αφρική.
Πράγματι, στο μικρό χωριό όπου βρέθηκε και ένιωσε δισεκατομμυριούχος – αφού εκεί 20 ευρώ ισούνται με τα δίδακτρα ενός έτους σπουδών -, ο Σεβαστίκογλου άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα για μια ταινία μυθοπλασίας με πρωταγωνίστρια μια λευκή γυναίκα που φθάνει από την Ελλάδα στην Αφρική.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και με τη σύλληψη της ιστορίας έτοιμη, ο Σεβαστίκογλου άρχισε τις επαφές με τις αφρικανικές κοινότητες αναζητώντας ανθρώπους για να παίξουν στην ταινία που θα ακολουθούσε. Εντελώς τυχαία τη λύση του την έδωσε η Ενότητα της Νιγηριανής Κοινότητας στην Ελλάδα (Nigerian Edo State Community of Greece) της οποίας ο πρόεδρος, Σάνι Οχιλέμπο, υπήρξε παλαιός ηθοποιός στο Λάγκος της Νιγηρίας.
Εκείνος δέχτηκε να τον βοηθήσει για την αφρικανική ταινία, αλλά ταυτόχρονα πάσαρε στον Σεβαστίκογλου μια διαφορετική ιδέα για ένα διαφορετικό φιλμ: ένα ντοκυμαντέρ γύρω από τη ζωή των Αφρικανών στην Ελλάδα. Στα χέρια του προέδρου της κοινότητας βρισκόταν ένα προσχέδιο σεναρίου γραμμένο εδώ και δεκαπέντε χρόνια με την προοπτική να γίνει κάποτε ταινία. «Με αυτό το έργο θέλαμε να δείξουμε στους δικούς μας ότι η Ευρώπη δεν είναι ο παράδεισος, αλλά η κόλαση», είπε ο Οχιλέμπο στον σκηνοθέτη, «να περάσουμε στους δικούς μας το μήνυμα «Μη φεύγετε από την πατρίδα»».
Μάγια που οδηγούν στην πορνεία
Χωρίς να παρατήσει το σχέδιο της αφρικανικής ταινίας, ο Σεβαστίκογλου επεξεργάστηκε το σενάριο του προέδρου της νιγηριανής κοινότητας το οποίο περιείχε περισσότερα από 200 πρόσωπα. Το διαμόρφωσε σε μια ιστορία με τέσσερα πρόσωπα – δύο άνδρες και δύο γυναίκες – που έρχονται στην Ελλάδα «με το όνειρο ότι τα λεφτά κρέμονται στα δένδρα, αλλά σύντομα ξεφεύγουν και συναντούν την πορνεία, τον εξαναγκασμό, τα ναρκωτικά και πάνω απ’ όλα τους ίδιους τους εαυτούς τους». Η ταινία γυρίστηκε ενώ είχαν ήδη ξεκινήσει τα γυρίσματα της αφρικανικής, τιτλοφορείται «Ελκυστική ψευδαίσθηση», και θα προβληθεί στο πλαίσιο του κινηματογραφικού φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας.
«Δεν είναι μόνον οι Ελληνες που καταπιέζουν τους Αφρικανούς. Είναι και το ίδιο το διεφθαρμένο σύστημα εξαγωγής μεταναστών, όχι μόνο από τη Νιγηρία, αλλά από κάθε αφρικανική χώρα» σημειώνει ο σκηνοθέτης. Από τις υποσχέσεις για δουλειές που δεν υπάρχουν ως τα μάγια που γίνονται στα κορίτσια για να βγουν στην πορνεία. Μάγια; Μα φυσικά.
«Ο ιδανικότερος τρόπος για να γίνουν οι Αφρικανές πόρνες είναι τα μάγια» έμαθε από την έρευνά του ο Σεβαστίκογλου. «Ενα ματσάκι με τρίχες μέσα σε ένα σακουλάκι αρκεί ως απειλή για το κακό που μπορεί να πάθουν οι γυναίκες και οι οικογένειές τους αν δεν ακολουθήσουν τον δρόμο της πορνείας. Και αυτό δεν είναι δουλειά Ελλήνων, αλλά Αφρικανών».
Αν και ο Σεβαστίκογλου το είδε σε πάρα πολλές περιπτώσεις, οι ίδιες οι γυναίκες που του το είπαν δεν θα το δηλώσουν ποτέ για τον εαυτό τους. Μιλούν πάντα σε τρίτο πρόσωπο, αναφερόμενες σε φίλες τους. Πολλοί άλλωστε από τους ανθρώπους που δούλεψαν στην «Ελκυστική ψευδαίσθηση» δεν έπαψαν ποτέ να αποτελούν μυστήριο για τον σκηνοθέτη.
Πώληση ναρκωτικών on camera
Αναφορικά με το κινηματογραφικό είδος στο οποίο θα μπορούσε να καταταχτεί, η «Ελκυστική ψευδαίσθηση» κινείται μεν στα όρια του ντοκυμαντέρ, δεν είναι ωστόσο αυτούσιο ντοκυμαντέρ. Ο Σεβαστίκογλου χρησιμοποιεί απλούς ανθρώπους για την ανάπλαση περιστατικών που έχουν συμβεί στην πραγματικότητα, πιθανότατα στους ίδιους. Δεν το έκανε όμως μέσα από διαλόγους, διότι θεωρεί ότι ένας ερασιτέχνης ηθοποιός που αναγκάζεται να αποστηθίσει διαλόγους χάνει τη φυσικότητά του. Αυτό που έκανε ήταν να λέει στους «ηθοποιούς» τι περίπου ήθελε από αυτούς και να τους αφήνει να πράττουν κατά βούληση, καταγράφοντας τα δρώμενα με την κάμερα – ο ίδιος είναι ο οπερατέρ της ταινίας.
Τα γυρίσματα κράτησαν μόλις δεκαπέντε ημέρες. Η πιο χρονοβόρα διαδικασία υπήρξε το κάστινγκ: διήρκεσε έξι ολόκληρους μήνες, επειδή πολλοί από όσους συμφωνούσαν αρχικώς να παίξουν στη συνέχεια εξαφανίζονταν ή άλλαζαν γνώμη έπειτα από πιέσεις συγγενικών ή άλλων προσώπων. «Το κυριότερο μέλημά μου ήταν να βρω ανθρώπους που να μπορούν να αυτοσχεδιάσουν κομμάτια της ζωής τους χωρίς να φαίνεται ότι παίζουν».
Ενα παράδειγμα είναι η σκηνή πώλησης ναρκωτικών στον δρόμο, παιγμένη με τέτοια φυσικότητα από τους Νιγηριανούς που ο Σεβαστίκογλου (ο οποίος δεν είχε δώσει καμία οδηγία) τρόμαξε. «Ηταν σαν να γινόταν στ’ αλήθεια μπροστά μου. Ηξεραν επακριβώς τι θα κάνουν» λέει.
Ενα άλλο παράδειγμα: κάποιος τηλεφωνεί στο σπίτι του και δέχεται πιέσεις για να στείλει λεφτά. Το τηλεφώνημα δεν γίνεται στ’ αλήθεια, όμως ο «ηθοποιός» αυτοσχεδιάζει όταν λέει στη μητέρα του ότι ακούει τον πατέρα του πίσω της να φωνάζει και να γκρινιάζει. «Αυτό, για να το παίξει, το έχει ζήσει και το ξέρει καλά» επισημαίνει ο σκηνοθέτης, προσθέτοντας ότι η μεγαλύτερη ντροπή όλων των μεταναστών που έφυγαν για τη Δύση προκειμένου να δουλέψουν είναι ότι δεν μπορούν να στείλουν σπίτι τους χρήματα για να ξεπληρώσουν το χρέος τους. Σε πολλές περιπτώσεις έχουν πουληθεί ολόκληρα κτήματα προκειμένου να αγοραστούν τα πλαστά χαρτιά που χρειάζεται το παιδί για να έρθει στην Ελλάδα.
Oλα τα λεφτά στη «μαμά Αφρική»
Κάπως έτσι αγοράζεται το ψέμα, που κοστίζει περίπου 3.000 ευρώ. Ο Σεβαστίκογλου μάλιστα αναφέρεται σε περίπτωση σενεγαλέζου άνδρα που ήρθε με συστατική επιστολή για να δουλέψει σε συγκεκριμένο κατάστημα αλυσίδας σουπερμάρκετ, έχοντας συγκεκριμένο όνομα στη διάθεσή του. Εύκολα φαντάζεται κάποιος τι συνέβη όταν τελικά ο Σεναγαλέζος έφθασε στον προορισμό του έχοντας γλιτώσει από του χάρου τα δόντια κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Παρ’ όλα αυτά είναι υποχρεωμένος να ξεπληρώσει το χρέος του στέλνοντας λεφτά στην οικογένεια. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή την ντροπή την αισθάνονται ακόμη και όσοι έχουν εμπλακεί με το εμπόριο ναρκωτικών. Αυτοί στέλνουν τα λεφτά σπίτι τους, χωρίς φυσικά να αναφέρονται στους τρόπους απόκτησής τους. Αντιθέτως, λένε ότι όλα πηγαίνουν θαυμάσια στην Ελλάδα και με τον τρόπο τους ωθούν και άλλους να έρθουν λαθραία στη χώρα. «Είναι ένα συνεχόμενο ψέμα, αλλά κανένας δεν τολμά να πει την αλήθεια, γιατί απλούστατα δεν θα τον πιστέψουν».
Ελάχιστοι από τους λαθρομετανάστες που δεν έχουν μπει σε κυκλώματα ναρκωτικών και πορνείας έχουν κανονική, νόμιμη δουλειά στην Ελλάδα. Η πλειονότητα λυσσάει της πείνας και περιπτώσεις όπως εκείνη του πρόεδρου της κοινότητας που βοήθησε τον Σεβαστίκογλου στο κάστινγκ αποτελούν λαμπρές εξαιρέσεις. Ο πρόεδρος δουλεύει ταξιτζής – ενδεχομένως να είναι ένας από τους ελάχιστους, αν όχι ο μοναδικός, μαύρους ταξιτζήδες της Αθήνας -, ενώ η γυναίκα του εργάζεται στον Κοσμίδη φτιάχνοντας γλυκά. «Αυτό που ελπίζω να δείχνει η ταινία», λέει ο Σεβαστίκογλου, «είναι το πόσο εύκολα μπορεί να γλιστρήσει κανείς και να φθάσει στο σημείο να πουλήσει ναρκωτικά ή το σώμα του προκειμένου να επιβιώσει».
Το μακρινό όνειρο της επιστροφής
Ετσι όπως έχουν τα πράγματα σήμερα στην Ελλάδα, οι περισσότεροι από αυτούς τους λαθρομετανάστες, αν είχαν την ευκαιρία να φύγουν για την «πραγματική Δύση», όπως την αποκαλούν, θα το έκαναν. Οσο για το όνειρο της επιστροφής στον τόπο τους, είναι μικρό και μακρινό. Οι περισσότεροι λένε ότι θα επιστρέψουν όταν θα βγουν στη σύνταξη και θα έχουν συγκεντρώσει κάποια λεφτά για να ανοίξουν ένα μικρό μαγαζί στο χωριό τους. Αυτό βέβαια… σε πολλά χρόνια από σήμερα. Γιατί όποιος τολμήσει να γυρίσει στην πατρίδα του νέος και ηττημένος θεωρείται κατάπτυστος. Αποτυχημένος. Για πέταμα.
Η προβολή στην Ελλάδα μιας ταινίας όπως η «Ελκυστική ψευδαίσθηση» αποτελεί, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, κίνδυνο. Διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι ένα μέρος του κοινού θα πει «ιδού πώς βγάζουν μόνοι τους τα μάτια τους, άρα να φύγουν από την Ελλάδα». Από την άλλη, όταν ο Σεβαστίκογλου είδε τις αντιδράσεις κάποιων ελλήνων θεατών έπειτα από δοκιμαστικές προβολές, ένιωσε δικαιωμένος. «Πριν από αυτή την ταινία οι Αφρικανοί ήταν για μένα οι μετανάστες» άκουσε κάποιον θεατή να λέει. «Τώρα είναι ο Τζον, η Μαίρη, ο Τσουξ ή ο Ενορφ. Είδα ανθρώπους. Είδα μια μάζα που αποτελείται από προσωπικότητες».
Με συμπαραγωγό ένα σενεγαλέζικο χωριό
Γυρίσματα της άλλης ταινίας του Πέτρου Σεβαστίκογλου, με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, έχουν πραγματοποιηθεί ήδη στο χωριό Baba Garage της Σενεγάλης (garage στα γαλλοσενεγαλέζικα σημαίνει σταυροδρόμι, επειδή σε κάθε μεγάλο σταυροδρόμι υπάρχει και ένα γκαράζ, δηλαδή ένας μάστορας με ένα κατσαβίδι και ένα σφυρί, με τα οποία μπορεί να φτιάξει τα πάντα). «Είναι μια ιστορία πολύ χοντρικά βασισμένη στον μύθο του Ορέστη, απλώς για να κρατά ένα νήμα» λέει ο σκηνοθέτης, ο οποίος αποκαλεί το ήδη κινηματογραφημένο υλικό «ένα μεγάλο παζλ που θα πρέπει να αποκτήσει ολοκληρωμένη μορφή με συμπληρώματα και αφαιρέσεις». Εχει ήδη τραβήξει πολλά πλάνα με τη μορφή «σημειώσεων», γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα πεταχτεί περισσότερο από το μισό υλικό. Σενάριο δεν υπήρχε, αλλά αυτό σήμανε τεράστια ελευθερία κινήσεων σε μια ταινία που γυρίζεται σταδιακά εδώ και τρία χρόνια, με έναν χρόνο διακοπής για τις ανάγκες δημιουργίας της «Ελκυστικής ψευδαίσθησης». Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι ο Μοντού Ντιαγέ, πρόεδρος του χωριού Baba Garage, στην ταινία υποδύεται τον αφρικανό σύζυγο της Καραμπέτη (ο βασικός πρωταγωνιστικός ρόλος είναι της ηθοποιού Σοφίας Κόκκαλη, η οποία μόλις αποφοίτησε από το Εθνικό).
Γυρίσματα της άλλης ταινίας του Πέτρου Σεβαστίκογλου, με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, έχουν πραγματοποιηθεί ήδη στο χωριό Baba Garage της Σενεγάλης (garage στα γαλλοσενεγαλέζικα σημαίνει σταυροδρόμι, επειδή σε κάθε μεγάλο σταυροδρόμι υπάρχει και ένα γκαράζ, δηλαδή ένας μάστορας με ένα κατσαβίδι και ένα σφυρί, με τα οποία μπορεί να φτιάξει τα πάντα). «Είναι μια ιστορία πολύ χοντρικά βασισμένη στον μύθο του Ορέστη, απλώς για να κρατά ένα νήμα» λέει ο σκηνοθέτης, ο οποίος αποκαλεί το ήδη κινηματογραφημένο υλικό «ένα μεγάλο παζλ που θα πρέπει να αποκτήσει ολοκληρωμένη μορφή με συμπληρώματα και αφαιρέσεις». Εχει ήδη τραβήξει πολλά πλάνα με τη μορφή «σημειώσεων», γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα πεταχτεί περισσότερο από το μισό υλικό. Σενάριο δεν υπήρχε, αλλά αυτό σήμανε τεράστια ελευθερία κινήσεων σε μια ταινία που γυρίζεται σταδιακά εδώ και τρία χρόνια, με έναν χρόνο διακοπής για τις ανάγκες δημιουργίας της «Ελκυστικής ψευδαίσθησης». Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι ο Μοντού Ντιαγέ, πρόεδρος του χωριού Baba Garage, στην ταινία υποδύεται τον αφρικανό σύζυγο της Καραμπέτη (ο βασικός πρωταγωνιστικός ρόλος είναι της ηθοποιού Σοφίας Κόκκαλη, η οποία μόλις αποφοίτησε από το Εθνικό).
Στα τρία ως τώρα ταξίδια του εκεί ο Σεβαστίκογλου μπήκε σε πολλά σπίτια, τράβηξε ό,τι ήθελε και όλοι στο χωριό τον βοήθησαν. Γι’ αυτόν τον λόγο πρότεινε στον πρόεδρο να μπει το χωριό… συμπαραγωγός στην ταινία: ο σκηνοθέτης υπέγραψε ένα συμβόλαιο με τον πρόεδρο και το συμβούλιο του χωριού σύμφωνα με το οποίο τους παραχωρείται το 5% από τα μελλοντικά έσοδα της ταινίας. «Πιθανώς να είμαι ο πρώτος σκηνοθέτης που έχει συμπαραγωγό ένα αφρικανικό χωριό. Αφού το δικό μας χωριό δεν παράγει πια, πρέπει να απευθυνθούμε στους πιο πλούσιους Αφρικανούς. Εχω το χαρτί με τις σφραγίδες και τις υπογραφές, και θα το κορνιζάρω!».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ